Προδοσία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο προδοσία, από το ρήμα προδίδω, χαρακτηρίζεται γενικότερα η οποιαδήποτε αθέτηση υποχρεώσεων έναντι διαπιστευμένων μέσα σε μια σχέση κοινωνική, μεταξύ ατόμων, ή οργανώσεων, ή μεταξύ και αυτών τούτων, ατόμων και οργανώσεων, ή ακόμα και σε διεθνείς σχέσεις, μεταξύ κυβερνήσεων συμμάχων χωρών, π.χ. προδοσία φίλων, συνεταίρων, σωματείων, συμβαλλομένων εταιρειών, ή μελών ή υπαλλήλων μετ΄ αυτών κ.λπ, (ΜΟΔΕΣΤΟΣ,ΜΑΚΑΡΙΝΑΣ)
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κύρια αιτία μιας τέτοιας εκδήλωσης είναι η ηθική κατωτερότητα που μπορεί να οφείλεται σε βαθύτερα αίτια ψυχολογικής σύγκρουσης και που μπορεί να προβάλλεται, κατά τον δράστη, είτε ως εκδίκηση, είτε για διάφορους άλλους ιδιοτελείς σκοπούς π.χ. η «προδοσία του Ιούδα» για «τριάκοντα αργύρια». Αυτός που διενεργεί προδοσία ονομάζεται προδότης, θηλυκό προδότρια, και στον πληθυντικό προδότες.