Πόλεμος Μπόσιν
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πόλεμος Μπόσιν (戊辰戦争, Μπόσιν Σενσό, «Πόλεμος του έτους του Επίγειου Δράκου Γιάνγκ»), ή αλλιώς Ιαπωνική Επανάσταση, ήταν εμφύλιος πόλεμος στην Ιαπωνία που έγινε κατά τα έτη 1868–69 μεταξύ των δυνάμεων του Σογκουνάτου Τοκουγκάβα και δυνάμεων πιστών στον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας που ήθελαν να επαναφέρουν την εξουσία της αυτοκρατορικής αυλής[1].
Ιαπωνικός Εμφύλιος Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Ιαπωνία | |||
Χρονολογία | 1868–1869 | ||
Τόπος | Ιαπωνία | ||
Αίτια | Εμπλοκή των ξένων στην Ιαπωνική οικονομία | ||
Μέθοδοι | Γρήγορος εκσυγχρονισμός στρατού | ||
Αποτέλεσμα |
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Απολογισμός | |||
Απώλειες | 8.200 άνθρωποι (στρατιώτες και πολίτες) | ||
Τραυματίες | Πάνω από 5.000 |
Η αιτία του πολέμου βρισκόταν στη δυσαρέσκεια μεταξύ πολλών ευγενών και νεαρών Σαμουράι σχετικά με την αντιμετώπιση των ξένων δυνάμεων από τον σόγκουν, μετά το Άνοιγμα της Ιαπωνίας της περασμένης δεκαετίας[2]. Η όλο και αυξανόμενη δυτική επιρροή στην οικονομία της Ιαπωνίας οδηγούσε σε παρακμή παρόμοια με αυτήν των άλλων ασιατικών λαών αυτής της περιόδου[3]. Μια συμμαχία από δυτικούς Σαμουράι, πιο συγκεκριμένα οι φατρίες των Τσοσού, Σατσούμα και Τόσα, και αυλικών αξιωματούχων, κατάφερε και απέκτησε τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής και να επηρεάσει τον αυτοκράτορα Μέιτζι. Ο κυβερνών μέχρι τότε σόγκουν, Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου, αντιλαμβανόμενος το επισφαλές της θέσης του, παραιτήθηκε υπέρ της αυτοκρατορικής εξουσίας[4]. Με αυτή του την κίνηση, ο Τοκουγκάβα ήλπιζε ότι ο οίκος του θα διασωθεί και ότι θα συμμετείχε σε μελλοντικές κυβερνήσεις.
Ωστόσο, στρατιωτικές κινήσεις των αυτοκράτορικών δυνάμεων, ανταρτικές βιαιότητες στην πόλη Έντο και αυτοκρατορικό διάταγμα υπαγορευμένο από τους Σατσούμα και Τσοσού που καθαιρούσε τον οίκο των Τοκουγκάβα, οδήγησε τον Γιοσινόμπου στην οργάνωση μιας στρατιωτικής εκστρατείας προκειμένου να συλλάβει την αυτοκρατορική αυλή στο Κυότο. Οι τύχες του πολέμου γύρισαν γρήγορα υπέρ της μικρότερης αλλά σχετικά εκσυγχρονισμένης αυτοκρατορικής παράταξης [5] και ύστερα από μια σειρά μαχών που κορυφώθηκαν με την παράδοση του Έντο, ο ίδιος ο Γιοσινόμπου παραδόθηκε. Οι πιστοί στους Τοκουγκάβα υποχώρησαν αρχικά στη βόρεια Χόνσου και ύστερα στο Χοκκάιντο, όπου και ίδρυσαν τη Δημοκρατία του Έζο. Η ήττα τους στη Μάχη του Χάκοντάτε εξάλειψε και το τελευταίο προπύργιο του Σόγκουν και η αυτοκρατορική κυριαρχία ήταν πλέον γεγονός σε όλη την Ιαπωνία. Έτσι τελείωσε και η στρατιωτική φάση της Μεταρρύθμισης Μέιτζι[6].
Περίπου 120.000 άνδρες κινητοποιήθηκαν και εξ αυτών περίπου 3.500 σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Στο τέλος η νικήτρια αυτοκρατορική παράταξη εγκατέλειψε τον αρχικό σκοπό της να διώξει τους ξένους από την Ιαπωνία και αντ' αυτού υιοθέτησε πολιτική συνεχούς εκσυγχρονισμού αποβλέποντας στην επαναδιαπραγμάτευση των Άνισων Συμφωνιών που έγιναν με τις δυτικές δυνάμεις. Με την επιμονή του Σαιγκό Τκαμόρι, ενός επιφανούς ηγέτη των αυτοκρατορικών, οι πιστοί του Τογκουκάβα έτυχαν επιεικούς μεταχείρισης και σε πολλούς από τους αρχηγούς τους και σε σαμουράι δόθηκαν θέσεις ευθύνης στη νέα κυβέρνηση.
Όταν άρχισε ο πόλεμος αυτός η Ιαπωνία ήδη βρισκόταν σε περίοδο εκσυγχρονισμού, σημειώνοντας την ίδια πρόοδο με αυτήν των εκβιομηχανισμένων δυτικών εθνών. Αλλά η Ιαπωνία προστάτευε την εύτρωτη οικονομία της απορρίπτοντας την επιβεβλημένη από τη Δύση ελευθερία του εμπορίου. Και δεδομένου ότι αυτά τα δυτικά έθνη, ιδιαίτερα η Βρετανία και η Γαλλία, είχαν έντονη ανάμειξη στην πολιτική της Ιαπωνίας, η εγκαθίδρυση της αυτοκρατορικής εξουσίας περιέπλεκε τα πράγματα. Με τον καιρό, ο πόλεμος αυτός εξιδανικεύτηκε σαν "αναίμακτη επανάσταση" παρά τον μεγάλο αριθμό των απωλειών.