Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο πόλεμος του Κοσόβου ήταν η ένοπλη σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο που διήρκεσε από τις 28 Φεβρουαρίου 1998 μέχρι τις 11 Ιουνίου 1999. Τα αντίπαλα στρατόπεδα ήταν οι δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (τότε περιλάμβανε το Μαυροβούνιο και τη Σερβία), που έλεγχε το Κοσσυφοπέδιο πριν από τον πόλεμο, και της αλβανικής οργάνωσης γνωστής ως Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK), με αεροπορική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ από τις 24 Μαρτίου 1999 και χερσαία από τον Αλβανικό Στρατό.[57]
Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου | |||
---|---|---|---|
Χρονολογία | 1 Μαρτίου 1998 – 11 Ιουνίου 1999[1] | ||
Τόπος | Κοσσυφοπέδιο (τότε τμήμα της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας ! Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας) Αλβανία (σύμφωνα με τους Αλβανούς και τον ΟΑΣΕ)[2][3] | ||
Αίτια | 1998-99: Αποσχιστικός πόλεμος του UCK 1999: Αποτυχία των συνομιλιών του Ραμπουγιέ[4] | ||
Έκβαση | Συνθήκη του Κουμάνοβο
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
Απολογισμός | |||
| |||
/ 489–528 πολίτες από τους βομβαρδισμούς του NATO στη Γιουγκοσλαβία (σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίων Δικαιωμάτων)[45]
Στο Κόσοβο: |
Ο Ου Τσε Κα (UCK), που είχε δημιουργηθεί το 1991,[58] τον Ιούνιο του 1996 ανέλαβε την ευθύνη για μια σειρά επιθέσεων και σαμποτάζ με στόχους αστυνομικούς σταθμούς στο Κοσσυφοπέδιο. Το 1997, κατά τη διάρκεια της αλβανικής εξέγερσης, η οργάνωση απέκτησε μεγάλο αριθμό όπλων, μέσω λαθραίας μεταφοράς τους από την Αλβανία και κλοπής από αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικά φυλάκια. Το 1998 ο UCK επιτέθηκε στις γιουγκοσλαβικές Αρχές στο Κόσοβο, με αποτέλεσμα την αυξημένη παρουσία Σέρβων παραστρατιωτικών και τακτικών δυνάμεων, που ξεκίνησαν μια εκστρατεία τιμωρίας των συμπαθούντων τον UCK και των πολιτικών τους αντιπάλων, με αποτέλεσμα το θάνατο 1.500 με 2.000 πολιτών και μαχητών του UCK.[59][60] Μετά την αποτυχία εξεύρεσης διπλωματικών λύσης το ΝΑΤΟ παρενέβη, δικαιολογώντας την εκστρατεία στο Κόσοβο ως «ανθρωπιστικό πόλεμο».[61] Αυτό οδήγησε στη μαζική απέλαση Αλβανών Κοσοβάρων, ενώ οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις συνέχισαν να μάχονται τη στιγμή που το ΝΑΤΟ προχωρούσε σε βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας (Μάρτιος-Ιούνιος 1999).[62][63] Μέχρι το 2000 οι έρευνες είχαν αποκαλύψει τις σωρούς 3.000 θυμάτων διαφόρων εθνικοτήτων[64] και το 2001 το Ανώτατο Δικαστήριο του ΟΗΕ για το Κόσοβο απεφάνθη ότι «έλαβε χώρα μια συστηματική εκστρατεία τρόμου, με δολοφονίες, βιασμούς, εμπρησμούς και πολλές κακομεταχειρίσεις», παρότι σύμφωνα με άλλες απόψεις ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός προσπάθησε να απομακρύνει παρά να εξοντώσει τον αλβανικό πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου.[65]
Ο πόλεμος έληξε με τη συνθήκη του Κουμάνοβο, με τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να συμφωνούν να αποχωρήσουν από το Κοσσυφοπέδιο, ώστε τη θέση τους να πάρουν διεθνείς δυνάμεις.[66][67] Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου διαλύθηκε σύντομα μετά από αυτό και μερικά μέλη του συνέχισαν να μάχονται για τον UCPMB ("Ου Τσε Πε Εμ Μπε", Απελευθερωτικός Στρατός του Πρέσεβο, Μεντβέντζα και Μπουγιάνοβατς) στην κοιλάδα του Πρέσεβο,[68] ενώ άλλα εντάχθηκαν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό και τον Αλβανικό Εθνικό Στρατό κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης στην πΓΔΜ το 2001,[69] ενώ άλλοι σχημάτισαν το Σώμα της Αστυνομίας του Κοσόβου.[70] Το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία το 2008.
Διαχρονικά οι βομβαρδισμοί από το ΝΑΤΟ παραμένουν αμφιλεγόμενοι, καθώς δεν εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και οδήγησαν στο θάνατο τουλάχιστον 488 Γιουγκοσλάβων πολιτών,[71] ανάμεσα στους οποίους ήταν και Κοσοβάροι πρόσφυγες.[72][73]