Ντοσάλε
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην ορολογία της Καθολικής Εκκλησίας με τον όρο ντοσάλε που προέρχεται από το αρχαιότερο dorsale (από το λατινικό dorsum που σημαίνει πίσω, στα νώταμ ράχις[1]) και ρετροτάμπουλα (-retrotabula, πίσω από την τράπεζα) ή ρετάμπλ στα Γαλλικά ονομάζονται οι θρησκευτικολειτουργικές κατασκευές, οι οποίες περιλαμβάνουν έναν ή περισσότερους πίνακες και κοσμούν τον χώρο πίσω από την Αγία Τράπεζα των καθολικών εκκλησιών.[2]
- Κουμανούδης, Στέφανος (1972). Λεξικόν Λατινοελληνικόν: μετά συνωνύμων και αντιθέτων της Λατινικής. Γρηγόρης. σελ. 241.