Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν
Φλαμανδός ζωγράφος / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν (Rogier van der Weyden, 1399 ή 1400 – 18 Ιουνίου 1464) ήταν πρώιμος Φλαμανδός ζωγράφος. Όσα έργα του έχουν διασωθεί αποτελούνται κυρίως από θρησκευτικά τρίπτυχα, πίνακες βωμών (altarpieces) καθώς και μονά ή δίπτυχα πορτρέτα που ζωγράφισε ύστερα από ανάθεση. Αν και ο βίος του ήταν σε γενικές γραμμές ομαλός, ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένος ως καλλιτέχνης και διεθνώς διάσημος. Τα έργα του εξάχθηκαν - ή υφαρπάχθηκαν - στην Ισπανία και στην Ιταλία.[12] Ανάμεσα σε άλλες, έλαβε παραγγελίες από τον Φίλιππο Γ΄ τον Καλό, Ολλανδούς ευγενείς και ξένους πρίγκηπες.[13]
Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Rogier van der Weyden (Ολλανδικά) |
Γέννηση | Δεκαετία του 1390[1][2] Τουρναί[3][4][5] |
Θάνατος | 18 Ιουνίου 1464[6][5] και 16 Ιουνίου 1464[7] Βρυξέλλες[8][4][5] |
Τόπος ταφής | Καθεδρικός Ναός των Βρυξελλών |
Χώρα πολιτογράφησης | Βουργουνδιανές Κάτω Χώρες |
Ιδιότητα | ζωγράφος[9][10][7], εικονογράφος χειρογράφων[9] και σχεδιαστής[9] |
Κίνημα | Πρώιμη φλαμανδική ζωγραφική[4] |
Είδος τέχνης | έργο θρησκευτικής θεματολογίας[9][11], προσωπογραφία[9][11][7], Νεκρή φύση[11] και έργο ιστορικής θεματολογίας[7] |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Πρώιμη φλαμανδική ζωγραφική[4] |
Σημαντικά έργα | Braque Triptych, Saint Luke Drawing the Virgin, Miraflores Altarpiece, The Descent from the Cross, Mérode Altarpiece, Annunciation Triptych, Bladelin Triptych, Columba Triptych και Medici Madonna |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Μέχρι το τελευταίο ήμισυ του 15ου αιώνα είχε εκτοπίσει σε δημοτικότητα τον Γιαν βαν Άικ. Η φήμη του, εν τούτοις, κράτησε μόνο μέχρι τον 17ο αιώνα και, κυρίως λόγω αλλαγής στις προτιμήσεις των φιλότεχνων, είχε σχεδόν ξεχαστεί μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Η φήμη του σταδιακά αποκαταστάθηκε κατά τα επόμενα 200 χρόνια και σήμερα είναι γνωστός, μαζί με τον φαν Άικ και τον Ρομπέρ Καμπέν ως ο τρίτος μεγάλος, με χρονολογική σειρά, ανάμεσα στους μεγάλους πρώιμους Φλαμανδούς καλλιτέχνες (Vlaamse Primitieven) και ως ο καλλιτέχνης του 15ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επίδραση στους επερχόμενους. [14] Ο Κάρελ φαν Μάντερ έγραψε ότι η μεγάλη καλλιτεχνική συμβολή του Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν έγκειται στις ιδέες του, τη σύνθεσή του και την απεικόνιση των ψυχικών εκφράσεων μέσω του πόνου, της ευτυχίας ή του θυμού και την αποτύπωση αυτής της ψυχικής κατάστασης ως βασικού σημείου του έργου του.[15]
Λίγα είναι τα βέβαια γνωστά γεγονότα του βίου του φαν ντερ Βάιντεν.[16][17] Πέρα απ' αυτά, τα υπόλοιπα έχουν γίνει γνωστά από δευτερογενείς πηγές και ορισμένα από αυτά είναι αμφισβητήσιμα. Εν τούτοις, οι πίνακες που τού αποδίδονται είναι γενικώς αποδεκτοί ως δικοί του, παρά την τάση που εμφανίστηκε κατά τον 19ο αιώνα να αποδίδονται δικά του έργα σε άλλους καλλιτέχνες.
Ο φαν ντερ Βάιντεν εργαζόταν με βάση πραγματικά μοντέλα και οι παρατηρήσεις του είναι οξείες, αν και συχνά ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του προσώπου των μοντέλων του είναι λίγο ιδεατά και χαρακτηρίζονται ως "αγαλματώδη", ιδιαίτερα στα τρίπτυχά του. Όλες οι μορφές έχουν πλούσια, θερμά χρώματα και συμπαθητική έκφραση, ενώ είναι γνωστός για το εκφραστικό πάθος και τον νατουραλισμό του. Τα πορτρέτα του τείνουν να είναι ημίσωμα και σε προφίλ κατά το ήμισυ και προκαλούν την ίδια συμπάθεια με τις μορφές στα τρίπτυχά του. Ο φαν ντερ Βάιντεν χρησιμοποιούσε ασυνήθιστα μεγάλο εύρος χρωμάτων και ποικίλων τόνων: Στις πιο τέλειες δημιουργίες του ο ίδιος χρωματικός τόνος δεν επαναλαμβάνεται σε κανένα άλλο σημείο του καμβά - ακόμη και το λευκό του εμφανίζει ποικιλία τόνων.[18]