Σαπωνίνες
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι σαπωνίνες (λατινικά "sapon", σαπούνι, αγγλ. saponins), σπανίως αναφερόμενες και ως γλυκοζίτες τριτερπενίων, είναι πικρές συνήθως τοξικές οργανικές ουσίες -φυτικής προέλευσης- που έχουν αφρώδη συμπεριφορά όταν αναδεύονται στο νερό.
Απαντώνται ευρέως αλλά ανευρίσκονται ιδιαίτερα στο σαπωνόχορτο (γένους Saponaria), ένα ανθοφόρο φυτό, το δέντρο του σαπωνόφυτου Quillaja saponaria και τη σόγια (Glycine max L.). Χρησιμοποιούνται σε σαπούνια, φάρμακα, πυροσβεστήρες, ιδίως ως συμπληρώματα διατροφής, αλλά και για τη σύνθεση στεροειδών και σε ανθρακούχα ποτά.
Δομικά είναι γλυκοζίτες, σάκχαρα συνδεδεμένα με ένα άλλο οργανικό μόριο, συνήθως στεροειδές ή τριτερπένιο, ένα στεροειδές δομικό στοιχείο. Οι σαπωνίνες είναι τόσο υδατοδιαλυτές όσο και λιποδιαλυτές, γεγονός που τους δίνει τις χρήσιμες διττές ιδιότητες του σαπουνιού. Μερικά παραδείγματα αυτών των χημικών ουσιών είναι η γλυκυρριζίνη, το άρωμα γλυκόριζας και η quillaia, ένα εκχύλισμα φλοιού που χρησιμοποιείται σε ποτά.[1][2]