Σεζάρ Φρανκ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σεζάρ (Ογκίστ-Ζαν-Γκιγιόμ-Ιμπέρ) Φρανκ (César Auguste-Jean-Guillaume-Hubert Franck, Λιέγη 10 Δεκεμβρίου 1822 – Παρίσι 8 Νοεμβρίου 1890) ήταν βελγικής καταγωγής Γάλλος [i] συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και μουσικοδιδάσκαλος, από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της γαλλικής μουσικής σκηνής, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Σεζάρ Φρανκ | |
---|---|
Ο Σεζάρ Φρανκ σε φωτογραφία του Πιερ Πετί | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | César Franck (Γαλλικά) |
Γέννηση | 10 Δεκεμβρίου 1822[1][2][3] Λιέγη[4][5][6] |
Θάνατος | 8 Νοεμβρίου 1890[1][2][7] Παρίσι[5] |
Αιτία θανάτου | Πλευριτική συλλογή |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια[8] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Μονπαρνάς |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών (1822–1831) Βέλγιο (1831–1870) Γαλλία (1870–1890) |
Σπουδές | Κονσερβατόριο του Παρισιού και Βασιλικό Ωδείο της Λιέγης[9] |
Ιδιότητα | συνθέτης, οργανίστας[5], μουσικός παιδαγωγός, πιανίστας και καθηγητής[5] |
Σύζυγος | Félicité Saillot Desmousseaux (από 1848) |
Αδέλφια | Joseph Franck[10][11] |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Είδος τέχνης | όπερα, συμφωνία και κλασική μουσική |
Σημαντικά έργα | Prelude, Chorale and Fugue, Les Béatitudes, Les Djinns και Symphony in D minor |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (6 Αυγούστου 1885)[12] και Ιππότης των Ακαδημαϊκών Φοινίκων (1884) |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστότοπος |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Πολλά ειπώθηκαν για τον χαρακτήρα του συνθέτη, αλλά ήταν γενικά παραδεκτή η απλότητα και σεμνότητά του, η αυταπάρνηση και αθωότητά του απέναντι στη συμπεριφορά του κόσμου, στοιχεία που αντανακλώνται στα έργα του. [13] Χωρίς ουσιαστική επίγνωση της συνθετικής του δύναμης και με ουμανιστική αντίληψη, ο Φρανκ παρήγαγε -σχετικά- λίγα έργα τα οποία, ωστόσο, είναι γεμάτα δύναμη και καταυγάζουν τους αιώνες. [14]
Γεννήθηκε στη Λιέγη, έδωσε τις πρώτες συναυλίες του εκεί, το 1834, και σπούδασε ιδιωτικά στο Παρίσι μετά το 1835. Μετά από σύντομη επιστροφή στο Βέλγιο και καταστροφική υποδοχή του ορατορίου του, Ρουθ, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου νυμφεύτηκε και ξεκίνησε καριέρα ως δάσκαλος και οργανίστας. Είχε τη φήμη «φοβερού» αυτοσχεδιαστή οργανίστα και ταξίδεψε παντού στη Γαλλία για να παρουσιάσει νέα εκκλησιαστικά όργανα που κατασκεύασε ο διάσημος Α. Καβαϊγιέ-Κολ (Aristide Cavaillé-Coll).
Το 1858 διορίστηκε οργανίστας στην Αγία Κλοτίλδη (Sainte-Clotilde) του Παρισιού, θέση που διατήρησε για το υπόλοιπο της ζωής του. Έγινε καθηγητής στο Ωδείο της γαλλικής πρωτεύουσας, το 1872, αλλά πήρε προηγουμένως τη γαλλική υπηκοότητα όπως απαιτούσε ο διορισμός. Μεταξύ των μαθητών του ήσαν κατοπινοί μεγάλοι συνθέτες, όπως οι Β. ντ’ Εντί (Vincent d'Indy), Ερνέστ Σοσόν, Λουί Βιέρν, Σ. Τουρνεμίρ (Charles Tournemire), Γ. Λεκέ (Guillaume Lekeu), Α. Ντιπάρκ (Henri Duparc), καθώς και ο Έλληνας συνθέτης Διονύσιος Λαυράγκας. [15] Μετά την απόκτηση της θέσης του καθηγητή, ο Φρανκ έγραψε αρκετά έργα που έχουν εισέλθει στο τυπικό κλασσικό ρεπερτόριο, συμπεριλαμβανομένης συμφωνικής μουσικής, μουσικής δωματίου και συνθέσεων για τα πληκτροφόρα (πιάνο και εκκλησιαστικό όργανο).