Στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα (1967 - 1974)
η περιόδος της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974 στην Ελλάδα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ελλάδα απο τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 κυβερνήθηκε από στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, γι' αυτό και ονομάζεται και «Δικτατορία της 21ης Απριλίου» και οι ηγέτες της «Απριλιανοί». Η περίοδος της δικτατορικής διακυβέρνησης διήρκησε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, δηλαδή επτά χρόνια, εξ ου και η περίοδος αυτή αποκαλείται «επταετία». Οι πραξικοπηματίες την αποκαλούσαν «Επάνασταση της 21ης Απριλίου».
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Τον Οκτώβριο του 1967 ξεκίνησε να χρησιμοποιείται για το δικτατορικό καθεστώς ο ισπανικός όρος «χούντα», που είχε εισαχθεί στον ελληνικό δημόσιο λόγο από το 1965 για να περιγράψει ομάδες που απεργάζονταν αντιδημοκρατικά σχέδια και η χρήση του οποίου για τη δικτατορία διαδόθηκε ευρέως.[1][2] Την εξουσία ασκούσε άμεσα ή έμμεσα κυρίως μία ομάδα πραξικοπηματιών συνταγματαρχών, από τους οποίους το καθεστώς ονομάστηκε και «Χούντα των Συνταγματαρχών» ή «Δικτατορία των Συνταγματαρχών».
Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις δικτατορικές κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973, η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.
Ο Αντιδικτατορικός αγώνας έλαβε χώρα κατά την επταετία και είχε ως κορυφαίες στιγμές την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου το 1968 από τον Αλέκο Παναγούλη, το Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973 υπό την ηγεσία του Νίκου Παππά και τη φοιτητική Εξέγερση του Πολυτεχνείου, επίσης το 1973. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 και τη βίαιη καταστολή της, ένα νέο πραξικόπημα υπό τον Ιωαννίδη ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, ισχυρό άνδρα του καθεστώτος έως τότε.
Κατά την επταετία η χώρα γνώρισε γενική οικονομική αύξηση,[3][4][5][6][7] επενδύσεις (μέχρι το 1974, οπότε και μειώθηκαν), δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν ως προπαγάνδα για την εμπιστοσύνη του λαού, βασανιστήρια - καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διώξεις,[8] εμπορικό έλλειμμα, καθώς και κακές σχέσεις με τις περισσότερες δημοκρατικές χώρες πλην των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Στις 24 Ιουλίου 1974, αδυνατώντας η τελευταία κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την Τούρκικη Εισβολή στην Κύπρο, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, προσκάλεσε από το εξωτερικό και διόρισε πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος και σχημάτισε την λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και δρομολόγησε την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Η ελληνική δικτατορία 1967-1974 θεωρείται διεθνώς ένα ακόμα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, στην αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να προσεταιριστεί έθνη στην πολιτική σφαίρα επιρροής της, ενισχύοντας φιλοσοβιετικές και φιλοκομμουνιστικές ομάδες, συχνά οδηγούσε σε αντίδραση από τη μεριά των Δυτικών και κυρίως των Αμερικανών που ήταν επικεφαλής του δυτικού συνασπισμού σε όμοιες αντίστοιχες ενέργειες.[9]
Στο εσωτερικό των χωρών, στις πιο βίαιες περιπτώσεις, αυτή η μάχη κατέληγε είτε σε πλήρη επικράτηση των κομμουνιστών, όπως στο Βιετνάμ/Καμπότζη, ή σε στρατιωτική δικτατορία των πιο ακραίων δυτικόφιλων εθνικιστών (Χιλή, Αργεντινή). Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν αυτό που εκλάμβαναν ως κομμουνιστικό κίνδυνο με περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και εγκαθίδρυση δικτατοριών. Σε αυτήν την δράση τους είχαν συχνά την σιωπηρή ανοχή έως και σε μερικές περιπτώσεις, την ανοιχτή συμπαράσταση της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ, μέχρι ακόμα και την ωμή παρέμβαση της CIA και των παραγόντων της.[10]
Κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο The Third Wave, με πολλές αναφορές στην ελληνική δικτατορία και μεταπολίτευση, ο κόσμος έχει περάσει τρία κύματα αποσταθεροποίησης και δημοκρατικοποίησης.[11] Η Ελλάδα βρέθηκε στο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, την περίοδο του 70-80 μαζί με άλλες χώρες όπως οι προαναφερθείσες Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και οι Βραζιλία, Παναμάς, Γρενάδα κ.ά.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) μεταξύ των κομμουνιστικών δυνάμεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του εθνικού στρατού, που είχε την άμεση υποστήριξη των Άγγλων και Αμερικανών. Με την παράδοση των όπλων από πλευράς των κομμουνιστών, άρχισε να συντηρείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις κλίμα κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τυχόν κομμουνιστική επανάσταση. Επιπλέον, έως το 1961, με ευθύνη και πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή, δημιουργήθηκε μηχανισμός ελέγχου του Τύπου και της πληροφόρησης, με σκοπό τη στήριξη ενός ουσιαστικά αυταρχικού καθεστώτος. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείτο από στρατιωτικούς και Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, οι μισθοί των οποίων καλύπτονταν από μυστικά κονδύλια της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ) και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Οι αξιωματικοί που αποτελούσαν το μηχανισμό αυτό αξιοποίησαν αργότερα την εμπειρία τους επιβάλλοντας τη δικτατορία.[12]
Ήδη από την περίοδο 1954-7 οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τη δημοφιλία τους στην Ελλάδα, ειδικά όσον αφορά τις επιδιώξεις της δεύτερης ως προς το κυπριακό ζήτημα. Η κορύφωση ήρθε τα έτη 1965-7 οπότε εκτιμούσαν ότι η διαφαινόμενη επανεκλογή Παπανδρέου θα επηρέαζε την επιρροή τους σε τέτοιο βαθμό που σύμφωνα με έγγραφο της πρεσβείας έπρεπε να «αποφευχθεί, ει δυνατόν χωρίς άμεση και ανοιχτή αντιπαράθεση».[13] Μέσα στον στρατό υπήρχε παράνομη οργάνωση αξιωματικών, με το όνομα ΙΔΕΑ, που είχε σχέδιο πραξικοπήματος. Στον ΙΔΕΑ, δρούσε ο αξιωματικός Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως υφιστάμενος του στρατηγού Νάτσινα. Οι μηχανισμοί αυτοί, ενεργοποιήθηκαν, ή μάλλον πήραν την εντολή να ενεργοποιηθούν, από τον Τζον Μόρι, πράκτορα της CIA στην Αθήνα, κατ' αρχήν για την ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, στη συνέχεια όμως με κύριο στόχο την επιβολή πραξικοπηματικής κυβέρνησης, αποτελούμενης μόνο από στρατιωτικούς.
Τον Ιούλιο του 1965 σημειώθηκε σοβαρό ρήγμα στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος Ένωση Κέντρου, γνωστό στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας με τον όρο Αποστασία του 1965 ή Ιουλιανά. Αφορμή υπήρξε η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και η άρνηση του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, αν ο διάδοχος του Γαρουφαλιά δεν απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του[14] (υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ).
Ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε από τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί στις 15 Ιουλίου 1965. Από εκείνη την ημέρα και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1966, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να σχηματίσει κυβερνήσεις με τη συμμετοχή κατά διαστήματα 48 βουλευτών της παράταξης Ένωση Κέντρου (αποστατών) που εγκατέλειψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο όρος «Αποστασία» προήλθε από τον χαρακτηρισμό αποστάτες που αποδόθηκε στους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που, υπό την προτροπή του επίσης βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη,[14] πήραν μέρος ή έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Ο Κωνσταντίνος αρχικά διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα με υπουργούς αποστάτες βουλευτές την Ένωσης Κέντρου. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο. Όλη η περίοδος που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου χαρακτηρίζεται γενικότερα ως περίοδος πολιτικής ανωμαλίας.[14]
Η σύγκρουση είχε και οικονομικά αίτια: Όταν η Ένωση Κέντρου ανήλθε στην εξουσία, ο Παπανδρέου είχε επιβάλει στον εκατομμυριούχο μεγαλοεπενδυτή Τομ Πάπας την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων για τα διυλιστήρια της ESSO (της σημερινής ΕΚΟ). «Ο Πάπας αντέδρασε και πίεζε την ελληνική κυβέρνηση, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να σταματήσει τις «σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις»».[εκκρεμεί παραπομπή] Τελικά το φθινόπωρο του 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου υποχρέωσε τον Τομ Πάπας να υπογράψει νέα σύμβαση με την ESSO PAPAS, καταργώντας τα περισσότερα από τα μονοπώλια που είχε». Η CIA, και η πολυεθνική Esso, δεν υποχώρησαν αλλά υπονόμευαν την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Στο βιβλίο που έγραψε ο Μακάριος Δρουσιώτης,[15] αναφέρει: «... ο Τομ Πάπας ήταν αυτός που συνέδραμε οικονομικά για την εξαγορά των βουλευτών που είχαν αποστατήσει από την Ένωση Κέντρου. Ο Λευτέρης Βόδενας συνεργάτης του τότε εκδότη των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» ο οποίος είχε ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή του Παπανδρέου, αφηγείται στο βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου «Ο εκδότης Ιωάννης Βελλίδης»:
"... μια μέρα ανέβηκα στον 7ο όροφο της οδού Φιλελλήνων 1 και πήρα κάτι δέματα.... Τα πήρα από τα γραφεία της ESSΟ Πάπας που ήταν εκεί και τα κατέβασα στα γραφεία της "Μακεδονίας" που ήταν στο δεύτερο όροφο. Από κει πέρασαν κάποιοι βουλευτές και τα πήραν».
Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα.
Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού.[16] Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.[17]
Το Δεκέμβριο του 1967, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή των πραξικοπηματιών, το οποίο όμως απέτυχε. Ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Ελλάδα τυπικά παρέμεινε Βασιλευομένη Δημοκρατία, με τους στρατιωτικούς να ορίζουν αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη.
Οι εγκάρδιες χειραψίες, τα χαμόγελα και οι εναγκαλισμοί των δικτατόρων με επιφανείς Αμερικανούς πολιτικούς ή στρατιωτικούς αποτέλεσαν ισχυρότατο προπαγανδιστικό όπλο του καθεστώτος, το οποίο προέβαλε εντονότατα τις σχετικές φωτογραφίες ως απόδειξη της στήριξής του από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ο εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός πρωτοστάτησε στα σχετικά φωτογραφικά στιγμιότυπα, ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας. Ο πρώην αντιπρόεδρος και μετέπειτα πρόεδρος των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν ο πρώτος κορυφαίος Αμερικανός πολιτικός που έφτασε στην Αθήνα δύο μόλις μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 20 Ιουνίου του 1967. Το ίδιο βράδυ της άφιξής του συναντήθηκε με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, τον μόνο αρχηγό κόμματος που διέθετε σχετική ελευθερία κινήσεων, σε δείπνο που παρέθεσε σε στενό κύκλο ο πολυπράγμων Αμερικανός επιτετραμμένος Νόρμπερτ Άνσουτς, άμεσα αναμειγμένος στις πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα. Την επομένη ο Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό της χούντας Κόλλια, τον υπουργό Εξωτερικών Παύλο Οικονόμου-Γκούρα και τον υπουργό Εσωτερικών Στυλιανό Παττακό. Την ίδια ημέρα, πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ, ο Αμερικανός επίσημος δέχθηκε τους δημοσιογράφους στους οποίους μεταξύ άλλων δήλωσε: «Γενική εντύπωσίς μου είναι ότι όλοι οι συνομιληταί μου, μου κατέστησαν εμφαντικώς ενδεικτικόν ότι ευνοούν την αρχήν της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και ότι επιθυμούν να την αποκαταστήσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον». Μάλιστα ο Νίξον δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «επί του θέματος τούτου ο βασιλεύς είναι ιδιαιτέρως απερίφραστος και αποφασιστικός». Εξαιρετικά θερμός απέναντι στους δικτάτορες ήταν ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό του στρατιωτικού καθεστώτος Κωνσταντίνο Κόλλια στις 2 Αυγούστου του 1967, υπογραμμίζοντας ότι η επίσκεψή του «δεν έχει απλούν εθιμοτυπικόν χαρακτήρα» αλλά αποτελεούσε «και αναγνώρισιν του επιτελούμενου υπό του ιδίου και των αξιοτίμων μελών της εθνικής κυβερνήσεως δυσχερούς εθνικού έργου». Στις 28 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, επισκέφθηκε την Ελλάδα ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής στρατηγός Βαν Φλιτ. Ο πλέον ένθερμος φίλος του δικτατορικού καθεστώτος αναδείχθηκε ο Αμερικανός γερουσιαστής Έντουαρντ Ντερβίνσκι, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου του 1967.[18]
Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενοι διάφορα εκλογικευτικά επιχειρήματα: ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν έρχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Γενικά η απουσία κάποιου ισχυρού αντιπολιτευτικού κινήματος στο εσωτερικό, η εκ μέρους της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου, υποστήριξης του καθεστώτος και οι διακηρύξεις της χούντας για την πρόωθηση μέτρων εκδημοκρατισμού λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την αμερικανική πλευρά. Το κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής στάσης «βρίσκεται στο γεγονός της φιλοατλαντικής στάσης της ηγεσίας της χούντας».[19] Απαιτούσε λεπτό χειρισμό η δημόσια στάση που θα εκδήλωναν οι Η.Π.Α. με δεδομένη την αντίδραση της φιλελεύθερης πτέρυγας των Δημοκρατικών. Αρχικά ο Ντιν Ράσκ απέτρεψε την έκφραση λύπης της Ουάσινγκτον για το πραξικόπημα. Στη συνέχεια άσκησε διακριτική πίεση για την ασφάλεια του Ανδρέα Παπανδρέου. Δια μέσου του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα ασκήθηκε πίεση για την προώθηση, όχι άμεσα μα το ταχύτερο δυνατόν, ελευθεριών και, τέλος, ο ίδιος υιοθέτησε την πρόταση του Τάλμποτ να ανασταλεί η αποστολή βαρέων όπλων στο πλαίσιο του «Military Assistance Program».[20] Τον Ιούλιο του 1967 η αμερικανική πλευρά και συγκεκριμένα ο Ντιν Ράσκ, ο υπουργός των Εξωτερικών των Η.Π.Α., εισηγήθηκε την μερική άρση του αποκλεισμού αποστολής βαρέων όπλων, χωρίς να αρθεί πλήρως. Είχε προηγηθεί η συνεργασία του καθεστώτος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το να επιτρέψει τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.[21] Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου οι Αμερικανοί κράτησαν ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κορυφής προσδοκούσαν στην επικράτηση του βασιλιά, με τις δικές του όμως δυνάμεις, και χωρίς τη δική τους βοήθεια. Η αποχώρησή του στο εξωτερικό δημιουργούσε στις Η.Π.Α. ένα ζήτημα: στερούνταν ένα βασικό επιχείρημα, λόγω της παρουσίας του για μη αναγνώριση του καθεστώτος. Τελικά, στις 23 Ιανουαρίου 1968 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας αποκαθιστώντας πλήρως τις μεταξύ τους σχέσεις.[22]
Αμέσως μετά την επιβολή του καθεστώτος πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες συλλήψεις, συνήθως νύχτα και χωρίς εντάλματα. Τα πρόσωπα που συλλαμβάνονταν στην πλειονότητά τους εκτοπίστηκαν, άλλοι κρατήθηκαν στην ασφάλεια και ορισμένοι οδηγήθηκαν στα έκτακτα Στρατοδικεία. Η χούντα σε όλη τη διάρκειά της επέβαλε απηνή διωγμό εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων και κυρίως των κομμουνιστών, ενεργοποιώντας και επεκτείνοντας όλο το αντικομμουνιστικό μετεμφυλιακά νομοθετικό πλαίσιο (νόμος 509 «περί ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος» κ.λπ.). Κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξυλοδαρμός, φάλαγγα (βασανισμός με συνεχή ραβδισμό των πελμάτων των ποδιών), αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, ηλεκτροσόκ (με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα), εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις.[23][24][25][26][27]
Στα κτίρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας στην περιοχή της σημερινής Πλατείας Ελευθερίας της Αθήνας) λάμβαναν χώρα βασανισμοί κατά τη διάρκεια ανακρίσεων και σύμφωνα με μαρτυρίες από τις στρατιωτικές δίκες, το δόγμα της ΕΣΑ ήταν "Φίλος ή σακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα"[28][29]. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν ένα από τα πολλά πρόσωπα που βασανίστηκαν στα κτίρια της ΕΑΤ-EΣA[29][30], όπως και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, οΒαγγέλης Λιάρος[31] και ο Σάκης Καράγιωργας. Χαρακτηριστικό για την βιαιότητα των βασανιστηρίων είναι το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με αντιδικτατορική δράση, ο οποίος συνεπεία των βασανιστηρίων του ΕΑΤ-ΕΣΑ έμεινε παράλυτος και δεν κατάφερε ποτέ να ξαναμιλήσει.[32][33]
Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη οδό Μπουμπουλίνας 18, στο άντρο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Εκεί ανακρίνονταν με συστηματική χρήση βασανιστηρίων χιλιάδες συλληφθέντες, όπως ο Περικλής Κοροβέσης και η Κίττυ Αρσένη[34]. Στη διαβόητη ¨Ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας¨ οδηγούνταν οι συλληφθέντες από την ασφάλεια της Χούντας και βασανίζονταν με τις πιο άγριες και απάνθρωπες μεθόδους. Η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.[35][36][37][38][39]
Εκατοντάδες πρόσωπα με αντιδικτατορική δράση βασανίστηκαν στα γραφεία και στα κελιά του κτιρίου της Ασφάλειας της λεωφόρου Μεσογείων 14-18 (Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) καθώς και στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου και στα νταμάρια της Κυψέλης.[40][41][42][43]
Στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας έλαβαν χώρα πολλές διώξεις και βασανιστήρια αντιστασιακών με αποκορύφωμα, στις 9 Μαΐου 1968, τη δολοφονία - μετά από βασανιστήρια - από όργανα της ασφάλειας του Γιώργη Τσαρουχά (τ.βουλευτή, στελέχους του Κ.Κ.Ε. και επικεφαλής της οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) Θεσσαλονίκης). Ο βασανισμός και η δολοφονία έγινε στο κτίριο της ΚΥΠ (Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών). Το κτίριο της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης είχε μετατραπεί σε χώρο ανακρίσεων και βασανιστηρίων πολλών αντιφρονούντων πολιτών όπως η Ασπασία Καρρά και ο Αργύρης Μπάρας αλλά και αντιφρονούντων στρατιωτών. Ως μέσα βασανισμού χρησιμοποιούνταν η μαστίγωση με συρμάτινα μαστίγια, η φάλαγγα, οι εικονικές εκτελέσεις, τα χτυπήματα με σιδεροσωλήνες και ξύλινες ράβδους, το ηλεκτροσόκ κ.ά.[44][45][46][47][48][49][50][51][52] Στη Θεσσαλονίκη, επίσης, την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1971, ο φοιτητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκος Ρουκουνάκης αυτοπυρπολήθηκε στην πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης και έχασε τη ζωή του, ως έσχατη διαμαρτυρία κατά της Χούντας. Στις 24 Μαρτίου 1973 ο φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Θεσσαλονίκης Γεώργιος Παπαγιάννης ρίφθηκε από ταράτσα πολυκατοικίας από αγνώστους και σκοτώθηκε ενώ οι δικτατορικές αρχές το παρουσίασαν ως αυτοκτονία.[53]
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών απέστειλε διαμαρτυρία προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα.[54] Στα τέλη του 1968 ο Γ.Γ. του Παγκόσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, μετά από έκκληση της «οικουμενικής ομάδας» της πόλης Κρίφτελ της Δυτικής Γερμανίας, έστειλε προσωπικό και ανεπίσημο διάβημα προς τον χουντικό Ιερώνυμο, με το οποίο τον καλούσε να παρέμβει με σκοπό την αποτροπή των θανατικών εκτελέσεων των Ελευθέριου Βερυβάκη και Αλέξανδρου Παναγούλη. Ο Ιερώνυμος απάντησε χαρακτηρίζοντας την επιστολή αυτή, «παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας» και «επέμβαση υπέρ δολοφόνων».[55]. Ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Στέκας με σειρά επιστολών του ζητούσε από τον χουντικό Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο άδεια να επισκεφθεί τους εξόριστους στη Γυάρο αλλά και κατέθεσε πρόταση για την απελευθέρωση των εξορίστων του νησιού. Ο Ιερώνυμος όμως απέρριψε τα αιτήματα του Μητροπολίτη Δωρόθεου.[56]
Ο βασανισθείς στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Περικλής Κοροβέσης κατέγραψε στο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις επί Χούντας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα το 1969 σε λίγα αντίτυπα στη Γενεύη κι έπειτα, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, φανέρωσε σε ολόκληρο τον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Βαρύνουσας σημασίας ήταν η κατάθεση του Περικλή Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο ήταν ο πρώτος διεθνής θεσμός στον οποίο αποκαλύφθηκε το απάνθρωπο πρόσωπο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου.[57][58]
Στις 30 Ιανουαρίου 1969 η Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με 92 ψήφους καταδικάζει τη χούντα και εισηγείται στην Επιτροπή των υπουργών την εκδίωξη της Ελλάδας από το Συμβούλιο. Ήδη από το προηγούμενο έτος σειρά εκθέσεων του ειδικού εισηγητή του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ, αλλά και της Διεθνούς Αμνηστίας, είχε προσκομίσει σαφείς αποδείξεις ότι το καθεστώς δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι η Ασφάλεια και η Στρατιωτική Αστυνομία είχαν διαπράξει βασανιστήρια και καταστρατηγούσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η Χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της που κατόρθωσαν να φτάσουν στο βήμα του Στρασβούργου. Ουσιαστικά επρόκειτο για αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.[59][60][61][62]
Το 1967 το δικτατορικό καθεστώς προέβη σε σειρά στρατοδικείων ενώ χιλιάδες εξόριστοι, στην πλειονότητά τους αριστεροί, μεταφέρθηκαν στη Γυάρο. Ταυτόχρονα άρχισαν οι δολοφονίες των πολιτικών αντιπάλων. Ο Παναγιώτης Ελής ήταν ο πρώτος πολιτικός κρατούμενος ο οποίος δολοφονήθηκε από τη χούντα στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, λίγα 24ωρα μετά το πραξικόπημα. Η χούντα δεν συγχώρεσε τη θαρραλέα στάση του δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Τα όργανά της τον δολοφόνησαν και τον πέταξαν στη θάλασσα. Το πτώμα του, με βαριές κακώσεις, βρέθηκε σε ερημική ακτή της Ρόδου, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό Γεννάδι, στις 22 Μαΐου του 1967. Ο Γιάννης Χαλκίδης δολοφονήθηκε από τα όργανα του καθεστώτος στη Θεσσαλονίκη, στις 5 Σεπτεμβρίου. Ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής και η 25χρονη Μαρία Καλαβρού ήταν τα πρώτα θύματα των πραξικοπηματιών, καθώς δολοφονήθηκαν το πρωί της 21ης Απριλίου. Στις 15 Νοεμβρίου άρχισε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών η πρώτη μεγάλη δίκη μελών αντιστασιακής οργάνωσης. Πρόκειται για τους 31 του Πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ), το οποίο είχε συγκροτήσει αμέσως μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο Μίκης Θεοδωράκης. Στο ΠΑΜ συμμετείχαν κομμουνιστές και άλλοι αριστεροί. Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου και ο βασιλικός επίτροπος επιλέχθηκαν από το δικαστικό σώμα καθώς η Δικαιοσύνη ήταν η μόνη από τις τρεις εξουσίες την οποία δεν είχε ανατρέψει η δικτατορία του στρατού. Αν και συνελήφθη, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν συμπεριλήφθηκε μεταξύ των δικαζομένων επειδή η χούντα δεν επιθυμούσε να έχει στο εδώλιο ένα πρόσωπο με τέτοια διεθνή προβολή. Κατά τη διαδικασία ο βασιλικός επίτροπος φρόντισε να εγκωμιάσει την επέμβαση του στρατού, πριν προτείνει βαριές καταδίκες των κατηγορουμένων. Τελικά το Έκτακτο Στρατοδικείο στις 21 Νοεμβρίου καταδίκασε σε ισόβια δεσμά τους Κώστα Φιλίνη και Ιωάννη Λελούδα και επέβαλε ποινές φυλάκισης από 1 έως 15 χρόνια σε άλλους 19 κατηγορούμενους, εκ των οποίων στους 13 με αναστολή, και αθώωσε δέκα. Στις 13 Νοεμβρίου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών επέβαλε πολύμηνες φυλακίσεις στους Λεωνίδα Κύρκο, Π. Παρασκευόπουλο και Αθανάσιο Τσουπαρόπουλο για παλαιά δημοσιεύματα της Αυγής, ενώ ο πρώην βουλευτής της Ένωσης Κέντρου Τάλμποτ Κεφαλληνός καταδικάστηκε για παλαιότερη περιύβριση εισαγγελικής αρχής[63].
Η καθαίρεση και σε ορισμένες περιπτώσεις φυλάκιση και εκτόπιση όλων των εκλεγμένων δημάρχων και κοινοταρχών της χώρας ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα του δικτατορικού καθεστώτος. Σταδιακά άρχισε η αντικατάστασή τους με το διορισμό εγκαθέτων της χούντας στη θέση τους. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης, που ορκίστηκε δήμαρχος Πειραιά στις 5 Αυγούστου, ήταν ο επιφανέστερος εξ αυτών. Έμεινε μάλιστα στην ιστορία και ως ο δημιουργός του εμβλήματος της χούντας[64].
Στις 3 Σεπτεμβρίου, οι ένοπλες δυνάμεις προσέφεραν θέαμα στις χιλιάδες των θεατών που κατέκλυσαν το Στάδιο για να συνεορτάσουν την «πολεμική αρετή των Ελλήνων», μαζί με τη δικτατορική κυβέρνηση, τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α΄ και τη στρατιωτική ηγεσία. Απουσίαζαν τρία πρόσωπα: ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που επισκεπτόταν τον Καναδά, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας και ο ουσιαστικός αρχηγός του καθεστώτος Γεώργιος Παπαδόπουλος.[65]
Η πρώτη μείζων κρίση του δικτατορικού καθεστώτος πυροδοτήθηκε από τις δυσμενέστατες εξελίξεις του Κυπριακού που δρομολογήθηκαν μετά τη συνάντηση Γεωργίου Παπαδόπουλου-Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στον Έβρο και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο. Ταπεινωμένη διεθνώς, αντιμέτωπη με την ογκούμενη ανησυχία για τις διαγραφόμενες συνέπειες της πολιτικής της στα εθνικά θέματα, η χούντα ανέθεσε, στις 21 Νοεμβρίου, τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής στον παλαιό πολιτικό της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Πιπινέλη. Στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή προδικτατορικά και πρώην πρωθυπουργός, ο Παναγιώτης Πιπινέλης, ο οποίος επανειλημμένα είχε εισηγηθεί προ του 1967 κάποιας μορφής δικτατορία στο όνομα του κομμουνιστικού κινδύνου, ήταν το πρώτο σημαντικό πολιτικό πρόσωπο που συνεργάστηκε με το δικτατορικό καθεστώς. Θέλοντας να διαλύσει τους ενδεχόμενους συνειρμούς από την κίνηση αυτή του παλαιού συνεργάτη του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε με συνέντευξή του στην παρισινή Le Monde, στις 29 Νοεμβρίου, να καταδικάσει σε δριμύ τόνο την ολέθρια πολιτική της χούντας στο Κυπριακό και να δηλώσει: «Εκείνο το οποίον επιβάλλεται είναι η έγκαιρος αποχώρησις της κυβερνήσεως των δικτατόρων». Η ανάγκη πολιτικής «διεύρυνσης» της χούντας έγινε πιο έντονη μετά το αποτυχημένο βασιλικό αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου, την απομάκρυνση του πρωθυπουργού-ανδρείκελου Κωνσταντίνου Κόλλια και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο. Τρεις μέρες μετά το αντιπραξικόπημα, ο Παπαδόπουλος επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις συγκαλώντας εσπευσμένα δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος. Πλαισιωμένος από τα άλλα δύο μέλη της «τρόικας», τον Στυλιανό Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο, ο Παπαδόπουλος υποσχέθηκε ότι το νέο Σύνταγμα θα δινόταν σε λίγες μέρες στη δημοσιότητα, εγκαινιάζοντας δήθεν τη διαδικασία σταδιακής επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό. Στις 18 Δεκεμβρίου ο Παναγιώτης Πιπινέλης ορκίστηκε και επίσημα υπουργός Εξωτερικών της νέας κυβέρνησης, συνοδευόμενος από τους νέους υπουργούς Οικονομικών Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, Συγκοινωνιών Παύλο Τοτόμη και Δημόσιας Τάξης Παναγιώτη Τζεβελέκο. Στις 23 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Στυλιανός Παττακός παρέλαβαν το σχέδιο του νέου Συντάγματος από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής Χαρίλαο Μητρέλια. Στις δηλώσεις που ακολούθησαν ο Παπαδόπουλος υποσχέθηκε την «έγκρισιν φιλελευθέρου, δημοκρατικού Συντάγματος μέσω δημοψηφίσματος», θέτοντας απώτατο χρονικό όριο για το τελευταίο την 15η Σεπτεμβρίου του 1968. Για να ενισχύσει δε το προσωπείο της «φιλελευθεροποίησης» ανακοίνωσε την αμνήστευση της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, συμπληρώνοντας: «Θα παραμείνουν υπό διοικητικήν εκτόπισιν μόνον οι εγκληματίαι κομμουνισταί του παρελθόντος και οι εγκληματίαι δυναμιτισταί μετά την 21ην Απριλίου. Άπαντες οι υπόλοιποι, από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι και του τελευταίου Έλληνος, θα αφεθούν ελεύθεροι να αρχίσουν την μετάνοιάν των προ του γενομένου Θεανθρώπου!»[66].
Η απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα, μετά το παταγωδώς αποτυχημένο αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου, προκάλεσε ορισμένα διπλωματικά προβλήματα στη χούντα. Η απουσία και του τυπικού αρχηγού του κράτους, στον οποίον οι ξένοι πρεσβευτές υπέβαλλαν τα διαπιστευτήριά τους, ήταν αιτία μικροανησυχιών των δικτατόρων. Οι ανησυχίες αυτές μεγάλωσαν όταν οι πρέσβεις των ΝΑΤΟικών χωρών στην Αθήνα, παρά το πρωτόκολλο, δεν προσήλθαν στη Μητρόπολη για τη δοξολογία του νέου έτους (1968). Ανήσυχος ο αρχιπραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος έστειλε στις 6 Ιανουαρίου προσωπική επιστολή στον πρόεδρο των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον, μέσω του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας.
Στις 13 Ιανουαρίου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε απόρρητο τηλεγράφημα στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, στο οποίο τόνιζε χωρίς περιστροφές: «Έχουμε αποφασίσει να προχωρήσουμε στο εγγύς μέλλον σε μια σχέση εργασίας με το καθεστώς... Έχουμε εν πάση περιπτώσει συμφέροντα στην Ελλάδα, τα οποία πρέπει να προσέξουμε».
Είκοσι μέρες αργότερα ο Γ. Παπαδόπουλος έλαβε μία εκπληκτικά θερμή επιστολή από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ο Λ. Τζόνσον έγραφε μεταξύ άλλων στον δικτάτορα, τον οποίον αναγνώριζε πανηγυρικά ως πρωθυπουργό της χώρας:
«Αγαπητέ κ. Πρωθυπουργέ
...Είμαι ευγνώμων γιατί έχετε συνειδητοποιήσει τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατικές χώρες λόγω της αιφνιδιαστικής αλλαγής κυβέρνησης στη χώρα, στις 21 Απριλίου 1967... Η κυβέρνησή μου βρίσκει ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή... Όπως γνωρίζετε, κ. Πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. Έχουμε μια μακρά και παραγωγική σχέση βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για μια σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς. Πιστεύω ότι συμφωνείτε πως μπορεί να αναπτυχθεί σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού. Σας εύχομαι, μέσα σε αυτό το κλίμα, επιτυχία στις προσπάθειες για την υλοποίηση των στόχων του λαού σας».
Εκφραστής των στόχων του ελληνικού λαού, λοιπόν, αναγορεύτηκε ο Γ. Παπαδόπουλος από τον Λίντον Τζόνσον. Είχε ήδη προηγηθεί, στις 23 Ιανουαρίου, επίσκεψη του Αμερικανού πρεσβευτή Φίλιπς Τάλμποτ στον υπουργό Εξωτερικών του καθεστώτος Παναγιώτη Πιπινέλη, η οποία είχε δώσει το σύνθημα σειράς εκ νέου «αναγνωρίσεων» της χούντας από τις δυτικές, αλλά και ανατολικές χώρες, με πρώτη την Τουρκία.[67]
Ενθαρρυμένη από τη διεθνή στάση απέναντί της, η χούντα είχε την άνεση να σκέπτεται τη διαιώνιση του καθεστώτος της και ενδιαφερόταν για τον εξωραϊσμό της εικόνας του. Έτσι στις 16 Μαρτίου του 1968 έδωσε στη δημοσιότητα ένα σχέδιο Συντάγματος, το οποίο κατήρτισε επιτροπή υπό τον Χαρίλαο Μητρέλια, και κάλεσε το λαό να συμμετάσχει σε «συζήτηση» του σχεδίου μέσω του Τύπου, ο οποίος λειτουργούσε υπό καθεστώς ασφυκτικής λογοκρισίας.
Στις 8 Απριλίου ο υφυπουργός Προεδρίας Μιχαήλ Σιδεράτος παραδέχτηκε με δηλώσεις του ότι υπήρχαν 2.347 άτομα «υπό περιορισμόν κινήσεως», δηλαδή σε εξορία. Από τις 25 Μαρτίου οι Σκανδιναβοί είχαν καταγγείλει τη χούντα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για βασανισμούς κρατουμένων στις φυλακές.
Στις 21 Απριλίου, πρώτη επέτειο του πραξικοπήματος, ανήμερα Πάσχα, το BBC και άλλοι ξένοι ραδιοσταθμοί μετέδωσαν μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου, τελευταίου εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας, το οποίο είχε μαγνητοφωνήσει και φυγαδεύσει κρυφά στο εξωτερικό.
«Η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου συμπίπτει εφέτος με την επέτειον της Σταυρώσεως του Λαού μας», ανέφερε μεταξύ άλλων στο μήνυμά του ο Γ. Παπανδρέου και χλεύασε το δικτατορικό σχέδιο Συντάγματος: «Η δικτατορία συντάσσει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας!... Εις την τυραννίαν προσθέτει και τον εμπαιγμόν». Ο γηραιός ηγέτης απηύθυνε απεγνωσμένη έκκληση συμπαράστασης προς τις δυτικές κυβερνήσεις: «Και τώρα απευθύνομαι προς τον ελεύθερον κόσμον. Είχομεν ελπίσει, έπειτα από τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον, ότι ο φασισμός είχεν οριστικώς συντριβεί και ότι δεν ηδύνατο πλέον να εμφανισθή τουλάχιστον εις την Ευρώπην. Και όμως συνέβη. Και αποτελεί εντροπή δι' ημάς ότι έκαμε την αρχήν από την πατρίδα μας την Ελλάδα, την κοιτίδα της δημοκρατίας...
Δια τούτο απευθύνομαι προς τον ελεύθερον κόσμον, τους λαούς και τας κυβερνήσεις του. Ζητούμεν και την ιδική των αλληλεγγύην και συμπαράστασιν...
Και μια διεθνής απομόνωσις, και πολιτική και οικονομική, της χούντας θα οδηγήση εις την άμεσον κατάρρευσίν της. Και αυτήν επικαλούμεθα εξ ονόματος του υποδούλου Ελληνικού λαού τον οποίον εκπροσωπούμεν».
Εντούτοις, τα συμφέροντα κυριάρχησαν οποιωνδήποτε σχετικών προθέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Χάρολντ Ουίλσον απευθυνόμενος στις 25 Ιουνίου στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου μίλησε για «κτηνωδίες που εξακολουθούν να συμβαίνουν στην Ελλάδα», λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Ιουλίου, ένας υπουργός του πήρε εντολή να «αποσύρει» τη λέξη «κτηνωδία» από την πρωθυπουργική δήλωση. Η «διόρθωση» αυτή οφείλεται στο ότι η στρατιωτική κυβέρνηση διέκοψε εν τω μεταξύ τις συνομιλίες για αγορά βρετανικού σιδηροδρομικού υλικού.
Στις 8 Μαΐου ο Ολλανδός αντιπρόσωπος στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ κατήγγειλε και πάλι το καθεστώς για βασανισμούς κρατουμένων, όμως η χούντα δεν πτοήθηκε. Την επομένη, 9 Μαΐου, δολοφόνησε αδίστακτα τον πρώην βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γιώργο Τσαρουχά, τον οποίον όργανά της συνέλαβαν μαζί με άλλους στην εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης, κοντά στη Λεπτοκαρυά Πιερίας.
Από τις 31 Ιανουαρίου η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, έπειτα από εξέταση καταγγελιών της Διεθνούς Αμνηστίας, είχε αποφανθεί ότι, αν ως την άνοιξη του 1969 δεν αποκατασταθεί η Δημοκρατία, τότε η Ελλάδα θα πρέπει να αποβληθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης. «Κώνωπα εις κέρατον βοός» χαρακτήρισε περιφρονητικά την απόφαση ο Στυλιανός Παττακός. Στο μεταξύ τα δέκα έκτακτα στρατοδικεία που είχε συστήσει ανά την επικράτεια η χούντα δίκαζαν και καταδίκαζαν κάθε αντιτιθέμενο.
Τον Νοέμβριο του 1968, παράλληλα προς τη δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη, διεξήχθησαν δύο σημαντικές δίκες: της «Δημοκρατικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη και της ομάδας αντιστασιακών φοιτητών στην Αθήνα. Η πλειονότητα των κατηγορουμένων καταδικάστηκε και μάλιστα σε βαριές ποινές. Συγκεκριμένα, στις 13 Νοεμβρίου από το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης καταδικάστηκαν οι Στέλιος Νέστωρ σε ποινή 16 ετών, Παύλος Ζάννας 10, Γ. Σιπιτάνος 7, Σ. Δέδες, Κ. Πύρζας και Αργύρης Μαλτσίδης σε ποινή 5 ετών.
Αντιστοίχως, στις 23 Νοεμβρίου το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τους φοιτητές Α. Ι. Αθανασίου, Ν. Χ. Γιανναδάκη, Ν. Θ. Κιάο και Π. Δ. Κλαυδιανό σε ποινή 21 ετών, τους Κ. Ε. Καρυωτάκη και Κ. Ε. Γούργο 16, τους Α. Ι. Μαργαρίτη και Α. Μ. Σαββάκη 14, τους Γ. Μ. Μπυζάκη και Α. Θ. Θεοδωρίδη 10 και τον Ν. Γ. Σταματάκη σε ποινή 5 ετών.
Παράλληλα, πολλές χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί απολύθηκαν ως «μη νομιμόφρονες». Τον Ιανουάριο οι απολύσεις επεκτάθηκαν και σε δεκάδες καθηγητές πανεπιστημίου. Ανάμεσα στους απολυμένους και οι μετά την πτώση της χούντας εκλεγέντες ακαδημαϊκοί Γεώργιος Τενεκίδης, Γεώργιος Βλάχος, Μιχ. Σακελλαρίου και Αριστόβουλος Μάνεσης. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Μάνεσης, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόλαβε να μιλήσει ανοιχτά εναντίον της χούντας στο τελευταίο του μάθημα, στις 18 Ιανουαρίου, ενώπιον 800 φοιτητών. Άλλοι καθηγητές παραιτήθηκαν, άλλοι συνελήφθησαν και βασανίστηκαν (όπως ο Δημήτρης Μαρωνίτης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και άλλοι εκτοπίστηκαν (μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος Ευρυγένης, επίσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου).
Εξουδετερώνοντας αμείλικτα κάθε είδους αντίθεση απέναντί της, η χούντα, ισχυρή και απτόητη, προχώρησε στο νόθο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, στις 29 Σεπτεμβρίου. Το ποσοστό που εμφάνισε ήταν 92,21%. Ο Γ. Παπαδόπουλος διακήρυξε ότι το αποτέλεσμα αποτελούσε «δικαίωσιν της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου»[68].
Το ελληνικό πολιτικό 1969 μπορεί να συνοψισθεί σε τρεις λέξεις: βόμβες, καταδίκες και δηλώσεις. Οι πλέον δυναμικοί από τους αντιπάλους της δικτατορίας πέρασαν από την αντιπολιτευτική στάση στην αντιστασιακή δραστηριότητα.
Οι δυνάμεις ασφαλείας προσήγαγαν στα δικαστήρια του καθεστώτος εκατοντάδες αντιστασιακούς, πολλοί από τους οποίους καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, αφού προηγουμένως είχαν περάσει από τα άντρα βασανιστηρίων του Στρατού, της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης αναστάτωσε και πάλι το δικτατορικό καθεστώς, καθώς κατόρθωσε να αποδράσει στις 6 Ιουνίου, συνελήφθη όμως τρεις μέρες αργότερα. Τη χρονιά αυτή οι δηλώσεις του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Καραμανλή εναντίον της χούντας -μαζί με τις εξελίξεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης- τάραξαν περιστασιακά το καθεστώς, αλλά δεν το κλόνισαν.
Ταραχή προκάλεσε ακόμη στο καθεστώς η συνάντηση του Ιταλού σοσιαλιστή ηγέτη και υπουργού Εξωτερικών της χώρας του, Πιέτρο Νένι, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, και η άρνηση του Συμβουλίου της Επικρατείας να υποταχθεί στα κελεύσματα της χούντας, η οποία απέλυε μη αρεστούς σε αυτήν δικαστικούς.
Στις 7 Ιουνίου, όλες οι υπό καθεστώς λογοκρισίας εκδιδόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν με μία πρωτοσέλιδη φωτογραφία του θανατοποινίτη Αλέκου Παναγούλη, κάτω από την οποία ακολουθούσε η εξής ανακοίνωση των υπουργείων Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης:
Κατά την παρελθούσαν νύκτα εδραπέτευσεν εκ των φυλακών ένθα εκρατείτο ο κατάδικος Αλέξανδρος Παναγούλης. Άπασαι αι αρμόδιαι αρχαί, ειδοποιηθείσαι αμέσως, εκινητοποιήθησαν διά την ανακάλυψιν και σύλληψίν του. Διεξάγονται ανακρίσεις. Ο δραπέτης επεκηρύχθη αντί ποσού 500.000 δραχμών, το οποίον θα καταβληθή εις εκείνον όστις θα συμβάλη αποτελεσματικώς εις την σύλληψίν του.
Η εντύπωση που προκάλεσε η αναγγελία της δραπέτευσης στην ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη ήταν μεγάλη. Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν πασίγνωστος για την παράτολμη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, που πραγματοποιήθηκε στη Βάρκιζα Αττικής, στις 13 Αυγούστου του 1968. Καταδικασμένος δις εις θάνατον από το στρατοδικείο, στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας όπου υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Σταθμίζοντας τις επαπειλούμενες διεθνείς αντιδράσεις, ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εκτέλεσή του και τον μετέφερε στις φυλακές του Μπογιατίου. Η απόδρασή του αποτέλεσε οδυνηρό ράπισμα για τη χούντα, αποδεικνύοντας ότι η αντιδικτατορική αντίσταση ήταν ικανή να διαπεράσει και αυτά τα τείχη των φυλακών. Έγινε, μάλιστα, γνωστό, ότι μαζί με τον Παναγούλη είχε δραπετεύσει και αυτός ο δεσμοφύλακάς του, ο δεκανέας Γιώργος Μωράκης, ενώ υπήρξαν ενδείξεις συμμετοχής και άλλων φρουρών στο εγχείρημα.
Αμέσως μετά την απόδραση, που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου, η χούντα εξαπέλυσε ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του δραπέτη. Από την πλευρά του, ο εξόριστος Ανδρέας Παπανδρέου απείλησε τους ενδεχόμενους καταδότες με «σκληρά αντίποινα», εννοώντας σαφέστατα τη φυσική τους εξόντωση.
Σε μια απόπειρα να εμφανιστεί κύριος της κατάστασης, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος κάλεσε εσπευσμένα σε συνέντευξη Τύπου τους πολιτικούς συντάκτες και τους ξένους ανταποκριτές την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η απόδραση (7 Ιουνίου). Αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο με τις προσδοκίες του. Στη διάρκεια της συνέντευξης, ο Παπαδόπουλος αναγνώρισε τη σύλληψη 15 απότακτων αξιωματικών με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή της χούντας και αποκάλεσε «ψυχοπαθείς, με πιστοποιητικό φρενοκομείου» τους συντάκτες τού μεγάλης κυκλοφορίας αμερικανικού περιοδικού Look, που έκαναν λόγο για όργιο βασανιστηρίων στην Ελλάδα, υποσχόμενος ότι, εάν του προσκομισθούν αποδείξεις βασανιστηρίων, θα εκτελούσε προσωπικά στην πλατεία Συντάγματος τους πρωταίτιους. Όσο για την υπόθεση Παναγούλη, ο δικτάτορας επικαλέστηκε, ως απόδειξη ανθρωπιστικού πνεύματος, το γεγονός ότι επικήρυξε το δραπέντη ζώντα «και ουχί την κεφαλήν του, όπως συνέβαινε παλαιότερον με τους ληστάς».
Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Ιουνίου, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Παναγιώτης Τζεβελέκος κάλεσε επειγόντως τους δημοσιογράφους στο υπουργείο Τύπου, όπου τουε γνωστοποίησε περιχαρής τη σύλληψη του Παναγούλη. Ο υπουργός της χούντας συνοδεύονταν από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής Καραμπέτσο και Μαυροειδή, οι οποίοι, όπως ανακοινώθηκε, συνέλαβαν τον Παναγούλη, «με τη συνδρομή πολιτών» σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της οδού Πάτμου 51, στην πλατεία Κολιάτσου. Στη συνέχεια, οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι μεταφέρθηκαν με πούλμαν στην υποδιεύθυνση της Ασφάλειας, στη Νέα Ιωνία Αττικής, για να δουν και να φωτογραφήσουν τον Παναγούλη προτού αυτός παραδοθεί για τα περαιτέρω στους άνδρες της ΕΣΑ. Τα όργανα της χούντας δεν επέτρεψαν καμία ερώτηση στους δημοσιογράφους. Την επομένη, ανακοινώθηκε η σύλληψη και του δεκανέα Μωράκη, ενώ η Ασφάλεια επέτρεψε στους δημοσιογράφους να επισκεφθούν το κρησφύγετο του Παναγούλη: Ένα σχεδόν άδειο δυάρι, με δύο σουμιέδες, μία καρέκλα, μία πλαστική ντουλάπα, δύο βαλίτσες, λίγα φλυτζάνια του καφέ, ένα ραδιόφωνο και ένα ημερολόγιο τοίχου, ανοιγμένο στο μήνα Οκτώβριο, με μια μεγάλη φωτογραφία της Κόκκινης Πλατείας της Μόσχας -σε μια προφανέστατη «αισθητική παρέμβαση» του υπευθύνου προπαγάνδας του καθεστώτος Γεώργιος Γεωργαλάς.
Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιχείρησε βαρυσήμαντη παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα από το Παρίσι, μέσω εκτενέστατου κειμένου δηλώσεών του στην ελβετική εφημερίδα Ζουρνάλ ντε Ζενέβ. Κατηγόρησε τη χούντα για «τυραννική πολιτική», υπογραμμίζοντας ότι «η αυθαιρεσία έγινε καθεστώς και η αγανάκτησις του λαού απεκορυφώθη», ενώ η δικτατορία επιπροσθέτως «με την τυραννική της πολιτική, τους κομπασμούς και τας ασυναρτησίας της εδημιούργησεν κλίμα εκρηκτικόν εν Ελλάδι και κατέστησε τη χώρα διεθνώς ανυπόληπτον».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρόσθεσε:
Με την αντιφατική δε και ασυνάρτητον αυτήν πολιτικήν της, εδημιούργησε ένα τυραννικό και νόθο καθεστώς μέσα εις το οποίον σήπεται και αυτή και η χώρα. Διότι, το καθεστώς των Αθηνών, στερούμενον, εκτός των άλλων, και ιδεολογικού προσανατολισμού, εις ουδεμίαν μορφήν πολιτεύματος ανταποκρίνεται. Ουδέ καν της κλασσικής Δικτατορίας. Και δεν αναπληροί βέβαια την έλλειψιν αυτή ούτε η μεσαιωνική περί πολιτείας θεοκρατική αντίληψις ούτε το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», όταν μάλιστα αμφότερα εκφράζονται με μεθόδους ελάχιστα χριστιανικάς.
Στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει τους δικτάτορες να παραδώσουν την εξουσία:
Εμμένει δε εις την πλάνην της η Κυβέρνησις, διότι δεν αντιλαμβάνεται ότι εάν αι μέχρι τούδε εναντίον της αντιδράσεις, εσωτερικαί και διεθνείς, υπήρξαν μετριοπαθείς, τούτο οφείλεται εις τας προσδοκίας που εδημιούργησαν αι επανειλημμέναι διαβεβαιώσεις της περί αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας. Ήδη, όμως, ο εμπαιγμός αποκαλύπτεται και η Κυβέρνησις, υπό την πίεσιν της θυέλλης που προμηνύεται, θα υποχρεωθεί να κάμη την εκλογήν της.
Θα ήτο ευχής έργο να την κάμη εγκαίρως και σύμφωνα με το συμφέρον το εθνικό, γιατί αν βραδύνη δεν θα έχη εκλογήν. Η ιστορία διδάσκει ότι τα νόθα καθεστώτα δεν ευδοκιμούν. Εκφυλίζονται καθ' οδόν και καταρρέουν, παρασύροντα εις την πτώσιν των και τη χώρα που τα υφίσταται.
Και η δήλωση Καραμανλή κατέληξε με την προσφορά του να ηγηθεί του καθεστώτος ειρηνικής μετεξέλιξης της χούντας, απευθύνοντας ταυτόχρονα έκκληση ανατροπής της προς τους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων:
Υπό τας παρούσας ελληνικάς συνθήκας, η αποκατάστασις της Δημοκρατίας δύναται να γίνη κατά δύο τρόπους: είτε διά της αβιάστου αποχωρήσεως της παρούσης Κυβερνήσεως είτε διά της ανατροπής της.
Η πρώτη λύσις θα είναι όχι μόνο ακίνδυνος αλλά και δημιουργική. Η δευτέρα, που ημπορεί να προκληθεί και από δυνάμεις μη ελεγχομένας, θα υποβάλη, ίσως, το Έθνος εις νέας δοκιμασίας.
Η ευθύνη διά την εκλογήν βαρύνει την Κυβέρνησιν, αλλά και εκείνους, οι οποίοι, αμέσως ή εμμέσως, τη στηρίζουν.
Εάν, συνεπώς, οι κυβερνώντες γοητευθέντες από την εξουσίαν δεν αντιλαμβάνονται το καθήκον των, οφείλουν να τους το υποδείξουν οι εξ αγαθής προαιρέσεως συστρατευθέντες μετ' αυτών αξιωματικοί. Και πέραν αυτών, οφείλουν να το πράξουν αι Ένοπλοι Δυνάμεις της χώρας, αι οποίαι, προερχόμεναι από τους κόλπους του λαού, έχουν επωμισθή την βαρείαν ευθύνην, αλλά και την υψηλήν αποστολήν, να προστατεύουν την ελευθερίαν, την ασφάλειαν και την ανεξαρτησίαν του.
Οφείλω δε, με την ευκαιρία αυτή, να βεβαιώσω τους ανησυχούντας διά το μέλλον ότι δεν θα έλυα την σιωπή μου, εάν δεν επίστευα ότι η χώρα δύναται ακινδύνως να επανέλθη εις την ομαλότητα και εάν δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβάλω, εν ανάγκη, εις τούτο και προσωπικώς.
Η δήλωση Καραμανλή βρήκε απήχηση στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας σαφώς πέρα από τα όρια της Ε.Ρ.Ε., της οποίας ο αρχηγός Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε, μεταξύ άλλων:
Είμαι πεπεισμένος ότι αι δηλώσεις εις τας οποίας προέβη ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κωνσταντίνος Καραμανλής -συμπίπτουν χρονικώς με την απροκάλυπτον διακήρυξιν της στρατιωτικής Κυβερνήσεως να παγιοποιήση το καθεστώς της βίας και καθ' όν χρόνον ολοκληρούται η διεθνής απομόνωσις της Ελλάδος και επίκειται η αποβολή μας από διεθνείς Οργανισμούς τεταγμένους εις την προάσπισιν της δημοκρατίας- θα συμβάλουν αποφασιστικώς εις την δημιουργίαν των αναγκαίων συνθηκών διά να εξέλθη η Ελλάς εκ του αδιεξόδου, εις το οποίον την οδήγησε το παρόν καθεστώς.
«Αι δηλώσεις του κ. Καραμανλή τας οποίας επιδοκιμάζω πλήρως, διότι αποβλέπουν εις την ομαλήν μετάβασιν εις το δημοκρατικόν πολίτευμα, αποδεικνύουν ότι η ένωσις του πολιτικού κόσμου έχει πλέον ολοκληρωθή και ότι αύτη ήτο απαραίτητος διά την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας και της πολιτικής ομαλότητος και την αντιμετώπισιν των τεράστιων προβλημάτων τα οποία ορθούνται ενώπιόν μας», δήλωσε και ο πρωθυπουργός των «αποστατών» Στέφανος Χ. Στεφανόπουλος. Υπέρ των δηλώσεων του Κ. Καραμανλή τάχθηκε και ο ομοϊδεάτης του, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος δήλωσε μεταξύ άλλων:
Η δήλωσις του κ. Καραμανλή αποτελεί αποφασιστικής σημασίας πολιτικόν γεγονός, έναντι των φίλων μας του εξωτερικού, προσφέρει δε πειστικήν και ρεαλιστικήν λύσιν, ακινδύνου ανατροπής του σημερινού τυραννικού καθεστώτος και ομαλής επαναφοράς της αληθινής δημοκρατίας, ενώ, συγχρόνως, ανοίγει την θετικήν και ελπιδοφόρον προοπτικήν καλυτέρας οργανώσεως της ελληνικής πολιτείας και του ελληνικού δημοσίου βίου και αποτελεί αποστομωτικήν απάντησιν εις τας καλοπίστους και κακοπίστους ανησυχίας διά την ομαλήν διαδοχήν και διά το χάος, το οποίον δήθεν θα επηκολούθει μετά την απομάκρυνσιν της χούντας... Είμαι βέβαιος ότι το προσκλητήριον του κ. Καραμανλή θα εύρη πλήρη ανταπόκρισιν, διότι εκφράζει τας ελπίδας και τας προσδοκίας όλων των Ελλήνων, από του βασιλέως μέχρι του τελευταίου πολίτου. Το μοιραίον τέλος δια την χούντα πλησιάζει.
Αλλά και ο Γεώργιος Μαύρος, εκ των στελεχών της Ένωσης Κέντρου που δεν εγκατέλειψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1965, δήλωσε αναφερόμενος στην πρωτοβουλία Καραμανλή:
«Η θέσις της Ενώσεως Κέντρου επ' αυτής είναι σαφής. Υποστηρίζει κάθε πολιτική εκδήλωσιν, η οποία προβλέπει επιστροφήν της Δημοκρατίας εις την Ελλάδα. Εις αυτό το πλαίσιον η δήλωσις του κ. Καραμανλή είναι σημαντική συμβολή εις τον αγώνα διά την Δημοκρατίαν και την ομαλότητα εις την Ελλάδα».
Η πιο εντυπωσιακή όμως εκδήλωση υποστήριξης προς τον Κ. Καραμανλή ήρθε λίγο αργότερα, τα Χριστούγεννα, από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο αριστερός μουσικοσυνθέτης, σύμβολο στο εξωτερικό των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων, έγκλειστος την εποχή εκείνη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού, έστειλε επιστολή στον Κ. Καραμανλή, γράφοντάς του μεταξύ άλλων:
Εκτιμώ βαθύτατα με πόση συναίσθηση ιστορικής ευθύνης και με πόσο βαριά καρδιά αχθήκατε στην απόφαση να καλέσετε τους υγιείς και αγνούς αξιωματικούς για την ανατροπή της δικτατορίας... Το ιδιαίτερο βάρος σας ως πρώην πρωθυπουργού και ως μίας πολιτικής προσωπικότητας, που επηρεάζει ένα σημαντικό τμήμα του έθνους, θα είναι μια πολύτιμη συνεισφορά στον αγώνα αυτόν. Τιθέμενος επί κεφαλής αυτού του αγώνα εξασφαλίζετε επάξια την ιστορική καταξίωση... Σας δηλώνω ότι τίθεμαι στη διάθεσή σας με μοναδική φιλοδοξία την προσφορά όποιας θυσίας για μια Ελλάδα Δημοκρατική και Ελεύθερη, όπου θ' ανθίσει και πάλι το γέλιο και θα ξαναντηχήσει το τραγούδι! Δεχτείτε, κ. Πρόεδρε, την έκφραση της βαθυτάτης εκτιμήσεώς μου και τον αγωνιστικό χαιρετισμό, εμού και των συγκρατουμένων μου, από το Στρατόπεδο Ωρωπού.
Η παρέμβαση Καραμανλή, όμως, είχε πολύ λιγότερα αποτελέσματα από όσα περίμενε και ο ίδιος. Γι' αυτό και μεταξύ άλλων αναφέρει -εμφανώς απογοητευμένος- σε σημείωμά του που υπαγόρευσε μεταγενέστερα:
Δύο ημέρας πριν δώσω την ανωτέρω δήλωσιν εις τον Τύπον την έστειλα στον βασιλέα και στην Αθήνα για να παρασκευασθούν για την αξιοποίησίν της. Στην Αθήνα συγκεκριμένως υπέδειξα τέσσερα απλά και ακίνδυνα πράγματα. Πρώτον, να γίνη κοινή δήλωσις των κομμάτων υιοθετούσα τας προτάσεις μου και καλούσα τον λαόν να τας υποστηρίξη. Δεύτερον, να διανεμηθή η δήλωσίς μου εις τας εφημερίδας και εάν η Κυβέρνησις απαγορεύση την δημοσίευσίν, να μην εκδοθούν την επομένην. Τρίτον, να γίνη δήλωσις 8-10 πρώην αρχηγών των επιτελείων εις την οποίαν να εκφράζουν απλώς τας ανησυχίας των για το μέλλον της χώρας και, τέταρτον, να γίνη παρομοία περίπου δήλωσις από τέσσερις έως πέντε πρώην πρωθυπουργούς... Ατυχώς, δεν εγένετο τίποτα πέραν ωρισμένων ασυντονίστων και ασυναρτήτων προσωπικών δηλώσεων για να αποδειχθή, για άλλη μια φορά, ότι εν Ελλάδι δεν υπήρχον πλέον δυνάμεις για τον αγώνα της ελευθερίας.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι τρεις προσπάθειες που έκανα εκ καθήκοντος για να βοηθήσω τον τόπον δεν έδωσαν το αναμενόμενον αποτέλεσμα. Και δεν έδωσαν, διότι η μεν χούντα εννοούσε να διατηρήση οπωσδήποτε την εξουσίαν, ο δε πολιτικός κόσμος επεδίωκε αφελώς να αποκαταστήση το παρελθόν... Υπό τας συνθήκας αυτάς απεφάσισα να βυθιστώ και πάλι στη σιωπή μου...
Στο μεταξύ, τα έκτακτα στρατοδικεία δούλευαν ασταμάτητα ολόκληρη τη χρονιά. Στις 22 Ιανουαρίου του 1969 προσήχθησαν να δικασθούν ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών μέλη της οργάνωσης Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), η οποία είχε συγκροτηθεί από εκτός Κ.Κ.Ε. στελέχη της Αριστεράς. Ορισμένοι από τους κατηγορούμενους είχαν βασανιστεί κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Η κατηγορία ήταν «σύσταση συμμορίας» και «τοποθέτηση βόμβας». Έπειτα από τριήμερη διαδικασία το στρατοδικείο επέβαλε την ακόλουθη ποινή: 16 χρόνια στους Γ. Πετρόπουλο, Χρήστο Ρεκλείτη, Σωτήρη Αναστασιάδη, Δημήτρη Δαρειώτη, 15 χρόνια στη Μαρία Καλλέργη, 7 χρόνια στον Κώστα Μανταίο, 5 χρόνια στον Νίκο Αρμάο και 1 χρόνο με τριετή αναστολή στην Ευαγγελία Θεοφυλακτοπούλου.
Οι βαριές καταδίκες δεν έφεραν τα αποτελέσματα που επιθυμούσε το καθεστώς. Οι βομβιστικές επιθέσεις αυξήθηκαν. Αναφέρεται ότι μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 1969 προκλήθηκαν περίπου 300 εκρήξεις βομβών και συνελήφθησαν 450 πολίτες.
Οι εκρήξεις, συνήθως, δεν προκαλούσαν θύματα, με σοβαρότερη εξαίρεση το φόνο περαστικής γυναίκας έξω από το υπουργείο Δικαιοσύνης στη γωνία Σωκράτους και Ζήνωνος. Στις 26 Μαΐου, το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τα μέλη της κεντρώας οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» Βασίλη Φίλια 19 έτη, Στέργιο Αγγελίδη 12 έτη, Σπύρο Πλασκοβίτη 5 έτη και Λένα Δουκίδου σε 5 έτη με αναστολή.
Οι συλλήψεις και οι καταδίκες έπληξαν οργανώσεις διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων. Ο ίδιος ο ηγέτης του καθεστώτος, Γ. Παπαδόπουλος, ανακοίνωσε στις 8 Ιουνίου τη σύλληψη 15 αποστράτων αξιωματικών γιατί σχεδίαζαν «διατάραξη της τάξεως». Αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη στις 17 Ιουλίου, όταν μία βόμβα έσκασε στα χέρια του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάκη Καράγιωργα και τον τραυμάτισε σοβαρά. Η έκρηξη σημειώθηκε μέσα στο σπίτι του σε προάστιο των Αθηνών. Μαζί του και ο υφηγητής Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης. Ο Καράγιωργας συνελήφθη.
Στις 30 Αυγούστου, το καθεστώς ανακοίνωσε συλλήψεις φιλοβασιλικών και άλλων, μεταξύ των οποίων και 35 αποστράτων αξιωματικών. Δεν έλειψαν και οι καταδίκες για «πεπραγμένα παρελθουσών εποχών». Στις 28 Σεπτεμβρίου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον Γρηγόρη Φαράκο, ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., για τη δράση του στην περίοδο 1947-1951.
Τον Οκτώβριο καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 16 ετών ο 39χρονος λοχαγός εν αποστρατεία Αλέκος Αρχάκης και 10 ετών και 6 μηνών ο έμπορος Δημήτρης Λέκκας, κατηγορούμενος για εκρήξεις βομβών.
Λίγες μέρες αργότερα καταδικάστηκαν σε ακόμη βαρύτερες ποινές τέσσερις αντιστασιακοί που κατηγορήθηκαν για την τοποθέτηση βομβών: Γεώργιος Μυλωνάς (33 χρόνια), Γιώργος Ανωμερίτης (25 χρόνια), Δημ. Παπαϊωάννου (25 χρόνια) και Δημοσθένης Δώλας (25 χρόνια).
Στις 5 Νοεμβρίου οι Τάκης Μπενάς και Λ. Κολοβός καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά για παράβαση του αντικομμουνιστικού νόμου 509 και σε 10 χρόνια κάθειρξη ο Λεων. Γιαννακόπουλος. Σε 20 χρόνια κάθειρξη καταδικάστηκαν την επομένη ο Αντ. Αρκάς, σε 16 χρόνια ο Τρ. Καραγεωργίου και σε 5 χρόνια η Σ. Κυπριώτου.[69] Δεν περνούσε μέρα σχεδόν που να μην υπήρχαν καταδίκες αντιστασιακών από τα έκτακτα στρατοδικεία της χούντας.
Στο μεταξύ, οι Γεώργιος Μαύρος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν κατόρθωσαν, παρά τις κάποιες προσπάθειες, να γεφυρώσουν τις διαφορές της Ένωσης Κέντρου με την Ε.Ρ.Ε., ώστε να αρθρώσουν κοινό πολιτικό λόγο -πόσω μάλλον να προχωρήσουν σε κοινή δράση εναντίον της χούντας.
Από την άλλη πλευρά, η κομμουνιστική Αριστερά ταλανιζόταν από τις συνέπειες της διάσπασης του 1968, ενώ η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά έχασε τον πρόεδρό της, Ιωάννη Πασαλίδη, ο οποίος απεβίωσε στις 15 Μαρτίου του 1968, ευρισκόμενος σε κατ' οίκον περιορισμό.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, «κόκκινο πανί» για το συντηρητικό πολιτικό κόσμο της Ελλάδας, συναντήθηκε το Μάρτιο του 1969 στη Ρώμη με τον υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, Πιέτρο Νένι. Τα όσα λέχθηκαν και από την πλευρά του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών είχαν ευθέως αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Η χούντα διά του υπουργού της Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη ζήτησε εξηγήσεις. Η ιταλική απάντηση στις 27 Μαρτίου ήταν σαφής: Η συνάντηση Νένι-Παπανδρέου έγινε σε «ένδειξη συμπάθειας και ηθικής αλληλεγγύης προς τους Έλληνες εξορίστους, τους πολιτικούς κρατουμένους και τον ελληνικό λαό».
Ανάμεσα στη συνάντηση και την ιταλική απάντηση η δικτατορία ανέπτυξε εκστρατεία μέσω των εφημερίδων κάνοντας αναδρομές στο «Όχι» του 1940. Η εκστρατεία πέτυχε να δώσει ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα στη δραστηριότητα του Ανδρέα Παπανδρέου. Μάλιστα οι προπαγανδιστές του καθεστώτος γελοιοποιήθηκαν όταν κατηγόρησαν τον Γιώργο Σεφέρη ότι «πτύει επί των ηθικών αξιών διά σιέλου του κ. Νένι».
Αφορμή γι' αυτή τη γελοιότητα[70] ήταν οι δηλώσεις Σεφέρη στις 28 Μαρτίου. Την ημέρα εκείνη μεταδόθηκαν από ελληνόφωνες εκπομπές ξένων ραδιοσταθμών δηλώσεις του νομπελίστα ποιητή, ο οποίος 23 μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας είπε:
Εδώ και μερικούς μήνες έχω νιώσει μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος μου να μιλήσω για τη σημερινή κατάστασή μας. Κλείνουν σχεδόν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας. Είναι μια κατάσταση που όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος, μέσα στα στεκάμενα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Και προσεύχομαι στο Θεό να μην βρεθώ ξανά στην ανάγκη να μιλήσω πάλι. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανέναν πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η κατάσταση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Στη δήλωσή του ο Σεφέρης δεν παρέλειψε να προφητεύσει κατά τρόπο τραγικό: «Όλοι έχουμε διδαχτεί και όλοι ξέρουμε ότι στα δικτατορικά καθεστώτα η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη. Όμως, η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Αυτό το τραγικό τέλος που μας βασανίζει συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στα χορικά του Αισχύλου».
Οι δηλώσεις του προκάλεσαν ισχυρή εντύπωση στην κοινή γνώμη. Ο Σεφέρης είχε υψηλότατο κύρος, όχι μόνο γιατί είχε βραβευτεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963 αλλά και γιατί πράγματι θεωρείτο ως ο μείζων των συγχρόνων του ποιητής. Ακόμα ήταν «υπεράνω πάσης υποψίας» αριστερής αποκλίσεως, καθώς ήταν δεδομένη και γνωστή η θητεία του ως διπλωμάτη και παλαιότερα ως διευθυντή εξωτερικού Τύπου της βασιλικής δικτατορίας Μεταξά. Έτσι, οι πολλοί τον εκτιμούσαν ως νομπελίστα, οι διανοούμενοι ως ποιητή και οι συντηρητικοί για την άκρως συντηρητική πολιτικοδιπλωματική καριέρα του. Αυτό το εύρος αποδοχής θορύβησε τη χούντα, η οποία παράλληλα είχε πληροφορίες και εκτιμήσεις για τις εντεινόμενες προσπάθειες των κορυφαίων πολιτικών της αντιπάλων. Έτσι εξηγούνται και οι σχολιασμοί της προπαγάνδας της.
Η «καταιγίδα» όμως πέρασε γρήγορα. Την ίδια ημέρα που μεταδόθηκαν οι δηλώσεις Σεφέρη πέθανε ο πρώην πρόεδρος των Η.Π.Α. στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Στυλιανός Παττακός εκπροσώπησε την Ελλάδα στην κηδεία την 1η Απριλίου στην Ουάσινγκτον. Εκεί βρέθηκε και ο τυπικός αρχηγός του κράτους, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Όμως ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν του έκανε την τιμή να τον δεχτεί. Αντιθέτως, δέχτηκε τον Παττακό. Το «μήνυμα» ήταν σαφές: η χούντα είχε την υποστήριξη της αμερικανικής ηγεσίας, προεξάρχοντος του ελληνικής καταγωγής αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου και του επίσης ελληνικής καταγωγής χρηματοδότη του Νίξον και επιχειρηματία Τομ Πάπας.
Παρ' όλα αυτά, από τη συντηρητική πλευρά ήρθε και το επόμενο ισχυρό πλήγμα στη χούντα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του στις 21 Ιουνίου έκανε δεκτή την προσφυγή 21 δικαστικών που είχαν απολυθεί από τη δικτατορική κυβέρνηση.
Ο Παπαδόπουλος εξοργίστηκε. Ζήτησε την παραίτηση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχαήλ Στασινόπουλου, ο οποίος αρνήθηκε. Το καθεστώς τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό και στις 27 του μηνός δημοσιεύτηκε ότι έγινε δεκτή η -μηδέποτε υποβληθείσα- παραίτηση του Στασινόπουλου. Ακολούθησαν, πραγματικές αυτή τη φορά, παραιτήσεις επτά μελών του Συμβουλίου, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έτσι για την αυθαιρεσία της δικτατορικής κυβέρνησης, η οποία δεν δίστασε, κάποια στιγμή, να θίξει και το δικαστήριο του οποίου ήταν μέλη.
Η εσωστρέφεια της πολιτικής ζωής τα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας είχε ωθήσει στο περιθώριο όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδος-ΕΟΚ, η οποία προέβλεπε τη μεθοδευμένη και σταδιακή ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και απαιτούσε δραστικές προσαρμογές σε διοικητικούς μηχανισμούς, οικονομικούς θεσμούς και δομές της χώρας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μόνο οι υποχρεώσεις που είχαν σχέση με το μέρος της Συμφωνίας που αφορούσε την τελωνειακή ένωση εφαρμόστηκαν. Η Ελλάδα και η Κοινότητα προσκολλήθηκαν στα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα για την εξάλειψη των δασμών. Όλοι οι άλλοι όροι, όπως η αγροτική εναρμόνιση και η οικονομική βοήθεια, είχαν «παγώσει». Αυτή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης άλλαξε κατά έναν τρόπο την ισορροπία των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων υπέρ της Κοινότητας. Με τη δικτατορία, οι σχέσεις της Ελλάδος και της Ευρώπης περιήλθαν σε μια κατάσταση, όπως την αποκαλεί ο καθηγητής Πάνος Καζάκος, «ελεγχόμενης κρίσης».[71]
Έπειτα από διαδικασίες που άρχισαν ήδη από τις 26 Απριλίου του 1967 -δηλαδή μόλις πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα- η Ευρωπαϊκή Υποεπιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης άρχισε στις 9 Μαρτίου του 1969 έρευνα στην Αθήνα για τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί, πρωταγωνιστούντος του Ολλανδού εισηγητή Μαξ βαν ντερ Στουλ[72]. Η υποεπιτροπή εξέτασε πολιτικούς και άλλους μάρτυρες και επισκέφτηκε τόπους κράτησης. Ωστόσο, στις 19 Μαρτίου ανακοίνωσε διακοπή της έρευνάς της στην Ελλάδα, καθώς το δικτατορικό καθεστώς δεν της επέτρεψε την εξέταση ορισμένων μαρτύρων και την επίσκεψη στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λέρου.
Προηγουμένως, στις 30 Ιανουαρίου, η Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης έπειτα από εισήγηση του Μαξ βαν ντερ Στουλ επέστησε την προσοχή της Επιτροπής Υπουργών Εξωτερικών των κρατών-μελών στην «έλλειψη κάθε προόδου προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της Κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα» και της ζήτησε με γνώμονα το γενικότερο συμφέρον του ελληνικού λαού να προχωρήσει σε βραχύ χρονικό διάστημα στη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Σε όλη τη διάρκεια του θέρους το κύριο αντικείμενο διαμάχης μεταξύ της χούντας και των σκανδιναβικών κυβερνήσεων ήταν ο καθορισμός ημερομηνίας διεξαγωγής εκλογών, αφού ήδη από τις 6 Μαρτίου η Επιτροπή των υπουργών τόνισε την ανάγκη ταχείας επανόδου της Ελλάδος σε ένα δημοκρατικό καθεστώς.
Προ του κινδύνου να αποβληθεί η Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, η δικτατορία διά του υπουργού της των Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη υπέβαλε στις 25 Αυγούστου χρονοδιάγραμμα, με το οποίο υποσχέθηκε τη συγκρότηση εκλεγμένου κοινοβουλίου ως τα μέσα του 1971, δηλαδή δύο χρόνια αργότερα. Ακόμη το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε αποκατάσταση της ελευθερίας του Τύπου το Νοέμβριο του 1969 και άρση της επιβολής του στρατιωτικού νόμου τον Σεπτέμβριο του 1970.
Έπειτα από αυτό, το καθεστώς κατήργησε τον Οκτώβριο την προληπτική λογοκρισία. Έσπευσε όμως τον επόμενο μήνα να θεσπίσει νέο νόμο περί Τύπου, με τον οποίο καθιερώθηκε καθεστώς αυτολογοκρισίας στις εφημερίδες.
Τον ίδιο μήνα διέρρευσε στον διεθνή Τύπο μυστική αναφορά της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδικαστική για το ελληνικό καθεστώς. Η Αθήνα υποπτεύθηκε ότι δράστης της διαρροής ήταν το Λονδίνο και κατηγόρησε τους Βρετανούς ότι δεν είναι σε θέση να μιλούν περί βασανιστηρίων, όταν τα αρχεία της επιτροπής είναι γεμάτα με τα δικά τους εγκλήματα στην Κύπρο κατά τους τελευταίους χρόνους της βρετανικής κατοχής.
Εν τω μεταξύ, στις 2 Οκτωβρίου ο Μαξ βαν ντερ Στουλ παρουσίασε στη Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης από μία έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Υποθέσεων και της αντίστοιχης των Νομικών. Και οι δύο ήταν αρνητικές για την ελληνική χούντα. Μάλιστα με την πρώτη συνιστάται «η αναστολή του δικαιώματος εκπροσώπησης της Ελλάδας στο Συμβούλιο μέχρι της ημέρας εκείνης που ένα δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης θα αρχίσει να λειτουργεί και πάλι σ' αυτή τη χώρα».
Η δήλωση, στις 9 Δεκεμβρίου, του πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον ότι η Μεγάλη Βρετανία θα υπερψηφίσει την πρόταση αποπομπής της Ελλάδας[73] κατέστησε δυσχερή τη θέση της χούντας, η οποία δεν διέθετε καμία άλλη θετική ψήφο πλην εκείνης της Κύπρου, η οποία ήταν υποχρεωμένη να ψηφίσει υπέρ του στρατιωτικού καθεστώτος της Αθήνας, υπό την απειλή της πλήρους εγκατάλειψής της αν πράξει διαφορετικά.
Ωστόσο, στους συμμάχους της η χούντα μπορούσε να μετρήσει τη Γαλλία και την Τουρκία, που είχαν την πρόθεση να απέχουν της ψηφοφορίας, καθώς και την Ελβετία και την Αυστρία που τηρούσαν στάση ουδέτερη, ενώ η Δυτική Γερμανία μόλις την τελευταία στιγμή δήλωσε πρόθεση αρνητικής για τη χούντα ψήφου.
Στις 12 Δεκεμβρίου, στο Παρίσι, συνήλθε η Επιτροπή των υπουργών Εξωτερικών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το όργανο αυτό ήταν πλέον έτοιμο να προχωρήσει στην τελική φάση της διαδικασίας αποβολής του δικτατορικού καθεστώτος της Αθήνας από τους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας Π. Πιπινέλης πήρε το λόγο και ανακοίνωσε:
«Κατ' εξουσιοδότησιν της Κυβερνήσεώς μου επιθυμώ να ανακοινώσω εις το Συμβούλιον ότι η Ελλάς καταγγέλλει το Καταστατικόν του Συμβουλίου της Ευρώπης και την Σύμβασιν της Ρώσης, συμφώνως προς το άρθρον 7 του Καταστατικού και αποχωρεί μονίμως του Συμβουλίου της Ευρώπης».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συνήλθαν πάλι οι αντιπρόσωποι των υπόλοιπων 17 χωρών-μελών του, χωρίς πλέον την Ελλάδα και ψήφισαν απόφαση, στην οποία αναφέρονται τα εξής:
Η επιτροπή των υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης διαπιστώνει ότι η Ελλάς παρεβίασε τας διατάξεις του άρθρου 3 του Καταστατικού.
Λαμβάνει υπό σημείωιν την εν Ελλάδι κατάστασιν, ως αύτη περιγράφεται εις την υπ' αριθ. 547/30.1.1969 εισήγησιν της Συμβουλευτικής Συνελεύσεως.
Λαμβάνουσα επίσης υπό σημείωσιν ότι η ελληνική Κυβέρνησις ανήγγειλε ότι η Ελλάς αποχωρεί του Συμβουλίου της Ευρώπης, συμφώνως προς το άρθρον 7 του Καταστατικού, ως εζήτει η παράγραφος 7 της προαναφερθείσης εισηγήσεως:
1. Διαπιστώνει ότι από σήμερον η ελληνική Κυβέρνησις θ' απόσχη τού να μετέχει εις τας δραστηριότητας του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει, κατόπιν τούτου, έδαφος να συνεχίση την διαδικασίαν της αναστολής της συμμετοχής της Ελλάδος, ως προβλέπεται υπό του άρθρου 8 του Καταστατικού.
3. Επιφορτίζει τους μονίμους αντιπροσώπους των υπουργών να ρυθμίσουν τας διοικητικάς και οικονομικάς επιπτώσεις, αι οποίαι απορρέουν εκ της δημιουργηθείσης καταστάσεως.4. Εκφράζει την ελπίδα ότι θα δημιουργηθούν, προσεχώς, εις Ελλάδα αι προϋποθέσεις, αίτινες θα επιτρέψουν εις αυτήν την χώραν να καταστή εκ νέου, εις το ακέραιον, μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης».
«Η δικτατορία απέκοψε την Ελλάδα από τον κορμόν της Ευρώπης», δήλωσε στο Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόλις γνωστοποιήθηκε η απόφαση, αλλά η χούντα, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια περιορισμού των εντυπώσεων από την πολιτική της ήττα, ετοίμασε υποδοχή ήρωα στον Π. Πιπινέλη, στις 19 Δεκεμβρίου, που επέστρεψε στην Αθήνα. Σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του καθεστώτος τον υποδέχτηκε στην πίστα του αεροδρομίου του Ελληνικού, με επικεφαλής τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος ασπάστηκε τον Π. Πιπινέλη. Πανευτυχής αυτός δήλωσε:
Αισθάνομαι ευτυχώς διότι εξήλθεν η Ελλάς από το Συμβούλιον της Ευρώπης, υπερήφανος. Αν όμως συνέβη αυτό, τούτο οφείλεται κυρίως εις σας κ. πρωθυπουργέ, που κατεστήσατε την Ελλάδα σεβαστήν εις τους φίλους της και τρομεράν εις τους εχθρούς της.
Σε σημείωμά του που υπαγόρευσε λίγο αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλυσε τη στάση της χούντας στο θέμα αυτό, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
Ολίγους μήνας μετά την επανάστασιν επελήφθη της υποθέσεως το Συμβούλιον της Ευρώπης, του οποίου μετείχε και η Ελλάς και κατήγγειλεν την στρατιωτικήν Κυβέρνησιν των Αθηνών διά παραβίασιν του καταστατικού του και συγκεκριμένως το άρθρον 3. το οποίον προβλέπει ότι μόνον δημοκρατίαι δύνανται να γίνουν μέλη του Συμβουλίου. Εν συνεχεία δε αι Κυβερνήσεις Σουηδίας, Δανίας, Νορβηγίας και Ολλανδίας κατήγγειλαν την Κυβέρνησιν διά παραβίασιν της Συνθήκης της Ρώμης που προστατεύει τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Κατόπιν μακράς ερεύνης, η Γενική Συνέλευσις του Στρασβούργου υιοθέτησεν αμφοτέρας τας καταγγελίας και συνέστησε, τον Ιανουάριον του 1969. εις το Συμβούλιον των Υπουργών όπως διαγράψη την Ελλάδα από μέλος του οργανισμού.
Η Κυβέρνησις των Αθηνών δεν είχε την ευφυίαν και το θάρρος να αναγνωρίση ευθύς μετά το πραξικόπημα ότι ευρίσκεται εν αταξία με τας συμβάσεις που υπέγραψε και να ζητήση η ιδία την προσωρινήν αναστολήν της συμμετοχής της εις τον οργανισμόν.
Αντ' αυτού προσεπάθει να εμπαίξη το Συμβούλιον, ισχυριζομένη άλλοτε μεν ότι το καθεστώς των Αθηνών απετέλει υπόδειγμα δημοκρατίας άλλοτε δε ότι προτίθεται να επισπεύση την αποκατάστασιν του ελευθέρου πολιτεύματος της χώρας. Αποτέλεσμα της αντιφατικής, αλλά και δολίας συμπεριφοράς της, ήτο να γελοιοποιηθή διεθνώς η Ελλάς και να προκαλήται η αγανάκτησις των εμπαιζομένων. Διότι πράγματι το καθεστώς των Αθηνών με τας ψευδολογίας και τας ασυναρτησιας του έδιδε την εντύπωσιν της ευθηνής δικτατορίας...
Ενώ αι δυνάμεις της Δημοκρατίας ηξίουν από τας Κυβερνήσεις την αποπομπήν της Ελλάδος από το Συμβούλιον της Ευρώπης, στην μάχην αυτήν ανεμίχθη παρασκηνιακώς η αμερικανική Κυβέρνησις, συνιστώσα ανοχήν έναντι της Χούντας με το επιχείρημα ότι η διαγραφή της Ελλάδος ηδύνατο να έχη επιπτώσεις επί της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Κατά τας πρώτας ημέρας του Δεκεμβρίου ήτο αμφίβολος η έκβασις της μάχης. Ήτο όμως βέβαιον ότι θα απέβαινε οπωσδήποτε εις βάρος της Χούντας δεδομένου ότι, και εάν δεν διεγράφετο, θα ήτο υποχρεωμένη να δεσμευθή πλέον, κατά τρόπον ανατρέποντα τα ύποπτα για το μέλλον σχέδιά της. Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό η Κυβέρνησις των Αθηνών καταληφθείσα από νευρικότητα διέπραξε σωρείαν προσθέτων σφαλμάτων. Ηπείλησε επισήμως και κατά τρόπον κωμικόν τας πλουσιωτέρας χώρας της Ευρώπης με οικονομικάς κυρώσεις, κατήγγειλε επί συνωμοσία το Συμβούλιον της Ευρώπης και εχαρακτήριζε ως μισέλληνας τα μέλη της επιτροπής που συνέταξε την σχετικήν περί Ελλάδος έκθεσιν...
Η έξαλλος συμπεριφορά της Κυβερνήσεως των Αθηνών και η αδυναμία του υπουργού επί των Εξωτερικών να προσφέρη θετικάς εγγυήσεις για την αποκατάστασιν της δημοκρατίας, έπεισαν και τους διστάζοντας ότι δεν υπήρχε πλέον άλλη λύσις από την αποβολήν της Ελλάδος από τον Οργανισμόν. Όταν ο Έλλην υπουργός ετερμάτισε την μακράν, αλλά πενιχράν ομιλίαν του, 14 Κυβερνήσεις με επικεφαλής τους Άγγλους και τους Σκανδιναβούς απεφάσισαν την αποβολήν της Ελλάδος.
Ο κ. Πιπινέλης πληροφορηθείς την επικειμένην συμφοράν, εδήλωσε άμα τη επαναλήψει της συνεδριάσεως ότι η Ελλάς αποχωρεί του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Από την στιγμήν εκείνην η τραγωδία μεταβάλλεται εις κωμωδίαν. Η Κυβέρνησις των Αθηνών, η οποία μέχρι της τελευταίας στιγμής ηγωνίζετο άλλοτε εκλιπαρούσα και άλλοτε απειλούσα να διατηρήση την θέσιν της εις τον οργανισμόν, επληροφόρει τον ελληνικόν λαόν ότι διά της υπερηφάνου στάσεώς της έσωσε την τιμήν της Ελλάδος. Και προσεπάθει κατά τρόπον γελοίον να εμφανίση την ταπείνωσιν της χώρας ως θρίαμβον εθνικόν. Έφθασε μάλιστα εις το σημείον να σημαιοστολίση τας Αθήνας και να υποδεχθή ως θριαμβευτήν τον δυστυχή υπουργόν της επί των Εξωτερικών. Η δε γελοιοποίησις αυτή υπήρξε περισσότερο οδυνηρά και από το πολιτικό και ηθικό ράπισμα που εδέχθη η χώρα μας εις το πρόσωπον των κυβερνητών της.Και έτσι η Ελλάς, που φιλοδοξούσε και εδικαιούτο να μετέχη του πυρήνος της Ευρώπης, ευρέθη εκτός αυτής, χωρίς μάλιστα την ελπίδα να επανέλθη.
Η αναγκαστική «αποχώρηση» της χούντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης έδωσε την ευκαιρία στον Ανδρέα Παπανδρέου, με μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό στις 27 Δεκεμβρίου, να εκθέσει τις συνολικές απόψεις του Π.Α.Κ., του οποίου ηγείτο, γύρω από το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
Θα πρέπει να έχει γίνει σε όλους σαφές πως το Πεντάγωνο που κατευθύνει σε όλα τα ουσιαστικά της σημεία την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών όσο μεγάλο και αν ήταν το πλήγμα από την απόφαση του Συμβουλίου Ευρώπης δεν προτίθεται να μειώσει την ηθική, στρατιωτική και οικονομική βοήθειά του προς τη χούντα. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αυτή η διαπίστωση. Η χούντα και το δίκτυο δύναμής της μέσα στο στρατό αποτελούν τη μόνη ασφαλή επέκταση, προέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών υπηρεσιών στον ελληνικό χώρο που γεωπολιτικά θεωρείται τόσο κρίσιμος για την ψυχροπολεμική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών. Γιατί είναι γεγονός πως το παλατιανό κατεστημένο και τα κόμματα της Δεξιάς, που στο παρελθόν είχαν παίξει το ρόλο του τοποτηρητή των Ηνωμένων Πολιτειών, έπαυσαν, ύστερα από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, να αποτελούν συμπαγή φορέα ικανό να εγγυηθεί τα πολυποίκιλα συμφέροντα του ξένου παράγοντα με τρόπο μόνιμο και συνεπή. Το Πεντάγωνο θα συνεχίσει απροκάλυπτα τη συμπαράστασή του προς τη χούντα ως την ώρα που οι ηλεκτρονικοί του εγκέφαλοι το ειδοποιήσουν ότι το κόστος του Παπαδόπουλου και των συνταγματαρχών είναι μεγαλύτερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα οφέλη που τους αποδίδουν...
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες είναι τουλάχιστον αφελές να περιμένει κανείς πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος. Η πείρα μας είναι πρόσφατη. Η προσπάθεια του Καραμανλή καμιά δε βρήκε απήχηση στην Ουάσινγκτον. Κι' αυτό γιατί η χούντα και μόνο η χούντα -κάτω από τις σημερινές αντικειμενικά δεδομένες συνθήκες- θεωρείται από το Πεντάγωνο σαν ο ασφαλής εγγυητής των συμφερόντων του σε μακροχρόνια προοπτική...
Ο αγώνας σ' αυτή τη νέα του φάση απαιτεί την ενότητα του λαού μας. Απαιτεί ενότητα αντιστασιακή, ενότητα που να στηρίζεται σε ξεκάθαρους, κρυστάλλινους στόχους. Ενότητα που ν' αποβλέπει στην αδέσμευτη λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία. Σ' αυτή την ενότητα δεν έχουν θέση όσοι υπονομεύουν τον αγώνα του λαού μας συνεργαζόμενοι είτε ανοικτά είτε παρασκηνιακά με τις δυνάμεις κατοχής. Γι' αυτό, σ' αυτή την αντιστασιακή ενότητα δεν έχει θέση ο Κωνσταντίνος... Η σαφής, κρυστάλλινη θέση μας για την αβασίλευτη δημοκρατία πρέπει να είναι το ορόσημο της νέας φάσης του απελευθερωτικού αγώνα και είναι μια προειδοποίηση προς όλους τους κρυπτοσυνεργάτες του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών. Και ήλθε η ώρα για όλους τους Έλληνες να πάρουν θέση. Να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι.
Η κατάληξη της αναγκαστικής αποχώρησης προ της βεβαίας εκδίωξης από το Συμβούλιο της Ευρώπης ήταν σοβαρή πολιτική ήττα της χούντας, τουλάχιστον στο πεδίο των εντυπώσεων. Οι αργόσυρτες διαδικασίες είχαν δημιουργήσει την ελπίδα στο στρατιωτικό καθεστώς ότι ίσως θα κατόρθωνε να παραμείνει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, δεδομένης της ανοχής ή και υποστήριξης πολλών σημαντικών δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των Η.Π.Α. προς τη χούντα, για λόγους αντιπαράθεσης προς το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.[74]