Συγκολλητική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Συγκολλητική γλώσσα είναι μια γλώσσα που χρησιμοποιεί εκτεταμένα τη συγκόλληση: οι περισσότερες λέξεις σχηματίζονται ενώνοντας μορφήματα από κοινού. Ο όρος αυτός έχει εισαχθεί από τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ, το 1836, για να ταξινομήσει τις γλώσσες από μορφολογική άποψη.[1] Προήλθε από το λατινικό ρήμα agglutinare, που σημαίνει "κολλάω μαζί".[2]
Η συγκολλητική γλώσσα είναι μια μορφή συνθετικής γλώσσας, όπου κάθε πρόσφυμα αναπαριστά τυπικά μια μονάδα νοήματος (όπως για παράδειγμα η "έλλειψη", ο "παρελθών χρόνος", ο "πληθυντικός αριθμός", κλπ.), και περιορισμένα μορφήματα εκφράζονται με προσφύματα (affixes) και όχι με εσωτερική αλλαγή στη ρίζα της λέξης, ή αλλαγές στην έμφαση ή τον τόνο. Επιπροσθέτως, και είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, σε μια συγκολλητική γλώσσα τα προσφύματα δεν συγχωνεύονται με άλλα, και δεν αλλάζουν μορφή εξαρτώμενα από άλλα.
Οι συνθετικές γλώσσες που δεν είναι συγκολλητικές αποκαλούνται συγχωνευτικές γλώσσες. Αυτές μερικές φορές συνδυάζουν προσφύματα με τη "χώνευσή" τους μαζί, συχνά αλλάζοντάς τα δραστικά κατά τη διαδικασία, και ενώνοντας πολλά νοήματα σε ένα πρόσφυμα (για παράδειγμα, στην Ισπανική η λέξη comí [εγώ έφαγα], το επίθημα -í μεταφέρει τα νοήματα της οριστικής έγκλισης, της ενεργητικής φωνής, του παρελθόντος χρόνου, του πρώτου προσώπου ενικού του υποκειμένου και του συντελεσμένου της ενέργειας).
Ο όρος συγκολλητική μερικές φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο για τη συνθετική γλώσσα, αν και τεχνικά δεν είναι. Όταν χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο, η λέξη οριοθετεί τις συγχωνευτικές γλώσσες ή πτωτικές γλώσσες εν γένει. Η διάκριση μεταξύ μιας συγκολλητικής και μιας συγχωνευτικής γλώσσας δεν είναι πολλές φορές σαφής. Επιπλέον, κάποιος θα μπορούσε να τις σκεφτεί ως τα δύο άκρα ενός συνεχούς, με τις διάφορες γλώσσες να κατευθύνονται πότε προς το ένα άκρο και πότε προς το άλλο. Στην πραγματικότητα, μια συνθετική γλώσσα μπορεί να παρουσιάζει συγκολλητικά χαρακτηριστικά στο διευρυμένο λεξιλόγιό της αλλά όχι στο σύστημα των πτώσεων: για παράδειγμα αναφέρουμε τη Γερμανική και την Ολλανδική.
Οι συγκολλητικές γλώσσες τείνουν να έχουν έναν υψηλό βαθμό από προσφύματα/μορφήματα ανά λέξη, και να είναι πολύ ομαλές[εκκρεμεί παραπομπή]. Για παράδειγμα, η Ιαπωνική έχει μόνο δύο ανώμαλα ρήματα (και όχι πολύ ανώμαλα), η Λουγκάντα έχει μόνο ένα (ή δύο, στον βαθμό που εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το 'ανώμαλο'), η Τουρκική έχει μόνο ένα και στην Κέτσουα όλα τα ρήματα είναι ομαλά. Η Γεωργιανή είναι μια εξαίρεση. Όχι μόνο είναι υπέρ το δέον συγκολλητική (μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα μέχρι 8 μορφήματα ανά λέξη), αλλά υπάρχει επίσης ένας σημαντικός αριθμός ανώμαλων ρημάτων, που διαφέρουν ως προς τον βαθμό μη ομαλότητάς τους.