Συνθήκη του Τριανόν
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συνθήκη του Τριανόν (γαλλικά: Traité de Trianon, ουγγρικά: Trianoni békeszerződés) καταρτίστηκε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού και υπογράφηκε στο Μεγάλο Τριανόν στις Βερσαλλίες στις 4 Ιουνίου 1920. Τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ των περισσότερων Συμμάχων της Αντάντ και του Βασίλειο της Ουγγαρίας. [1][2][3][4] Οι Γάλλοι διπλωμάτες έπαιξαν τον κύριο ρόλο στον σχεδιασμό της συνθήκης, με γνώμονα τη δημιουργία ενός συνασπισμού των νεοσύστατων εθνών υπό τη γαλλική ηγεσία. Ρύθμισε το καθεστώς του ανεξάρτητου Ουγγρικού κράτους και καθόρισε τα σύνορά του γενικά στις γραμμές κατάπαυσης του πυρός που ορίστηκαν τον Νοέμβριο -Δεκέμβριο του 1918 και κατέστησε την Ουγγαρία περίκλειστο κράτος, με έκταση 93.073 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το 28% των 325.411 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που αποτελούσαν το προπολεμικό Βασίλειο της Ουγγαρίας (το ουγγρικό μισό της Αυστροουγγρικής μοναρχίας). Το κολοβομένο Βασίλειο είχε πληθυσμό 7,6 εκατομμύρια, 36% του πληθυσμού του προπολεμικού βασιλείου των 20,9 εκατομμυρίων. [5] Αν και οι περιοχές που παραχωρήθηκαν στις γειτονικές χώρες διέθεταν πλειοψηφία μη Ούγγρων, σε αυτές ζούσαν 3,3 εκατομμύρια Ούγγροι-το 31%-που βρέθηκαν τότε σε καθεστώς μειοψηφίας. [6][7][8][9] Η συνθήκη περιόρισε τον στρατό της Ουγγαρίας σε 35.000 αξιωματικούς και άνδρες και το Αυστροουγγρικό Ναυτικό έπαψε να υπάρχει. Αυτές οι αποφάσεις και οι συνέπειές τους ήταν έκτοτε αιτία βαθιάς δυσαρέσκειας στην Ουγγαρία. [10]
Οι κυρίως επωφεληθέντες ήταν το Βασίλειο της Ρουμανίας, η Τσεχοσλοβακία, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (κατοπινή Γιουγκοσλαβία) και η Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία. Ένα από τα κύρια στοιχεία της συνθήκης ήταν το δόγμα της «αυτοδιάθεσης των λαών» και ήταν μια προσπάθεια να δοθούν στους μη Ούγγρους τα δικά τους εθνικά κράτη. [11] Επιπλέον η Ουγγαρία αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στους γείτονές της. Η συνθήκη υπαγορεύτηκε από τους Συμμάχους παρά ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι Ούγγροι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αποδεχτούν τους όρους της. [11] Η ουγγρική αντιπροσωπία υπέγραψε τη συνθήκη διαμαρτυρόμενη, και άρχισαν αμέσως κινήσεις για την αναθεώρησή της. [7][12]
Τα σημερινά όρια της Ουγγαρίας είναι τα ίδια με αυτά που ορίστηκαν από τη Συνθήκη του Τριανόν, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις μέχρι το 1924 σχετικά με τα ουγγροαυστριακά σύνορα και την αξιοσημείωτη εξαίρεση τριών χωριών που προσαρτήθηκαν στην Τσεχοσλοβακία το 1947. [13][14]
Μόνο ένα δημοψήφισμα επιτράπηκε σχετικά με τα αμφισβητούμενα σύνορα στο πρώην έδαφος του Βασιλείου της Ουγγαρίας μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Έλυσε μια μικρή συνοριακή διαφωνία μεταξύ της Αυστρίας και της Ουγγαρίας το 1921, που αργότερα ήταν γνωστή ως Δημοψήφισμα του Σόπρον, κατά το οποίο τα εκλογικά τμήματα εποπτεύονταν από αξιωματικούς του στρατού που ανήκαν στις Συμμαχικές δυνάμεις. [15]
Η Συνθήκη του Τριανόν είναι η συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου του 1920 στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των συμμάχων Χωρών της Αντάντ καθώς και των ΗΠΑ (23 συνολικά Χωρών) αφενός, και της Ουγγαρίας, αφετέρου, μιας εκ των διαδόχων της Αυστροουγγαρίας.
Η Συνθήκη αυτή που επικυρώθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1920 περιελάμβανε 364 άρθρα και περιείχε ως εισαγωγή (προοίμιο) το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, και διατάξεις των συνθηκών των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919) και Αγίου Γερμανού (10 Σεπτεμβρίου 1919). Με αυτή τη συνθήκη επαναπροσδιορίστηκαν τα σύνορά της Ουγγαρίας με της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της τότε Νοτιοσλαβίας και Ρουμανίας, καθώς και οι ρυθμίσεις για τη διεθνή θέση της, (υποχρεώσεις του νέου κράτους, δικαιώματα μειονοτήτων κ.λπ.).
Η Ουγγαρία έχασε τα 3/4 του εδάφους της και το 65% του πληθυσμού της.[16] Μάλιστα, ορισμένες περιοχές από αυτές που απώλεσε η Ουγγαρία (θύλακας του Σέκελι, νότια Ρουθηνία των Καρπαθίων, νότια Σλοβακία, τμήματα της Βοϊβοδίνας και τμήματα της δυτικής Τρανσυλβανίας κοντά στα σημερινά ουγγρικά σύνορα και το Σέκελι) είχαν ουγγρική πλειοψηφία, η οποία σε ορισμένες περιοχές όπως το Σέκελι ξεπερνούσε το 80%. Επίσης, η υπογραφή της συνθήκης οδήγησε στην προσφυγοποίηση αρκετών Ούγγρων προς την Ουγγαρία.
Συγκεκριμένα η Ουγγαρία έχασε τα ακόλουθα εδάφη:
- την Κροατία και τη Σλοβενία που προσαρτήθηκαν στο νέο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.
- τη Σλοβακία και τη Ρουθηνία που παραχωρήθηκαν στη Τσεχοσλοβακία.
- την Τρανσυλβανία και το Βανάτο του Τέμεσβαρ που παραχωρήθηκαν στη Ρουμανία, αν και το Βανάτο το διεκδικούσε η Σερβία.
Γενικά το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία.
Με τη συνθήκη αυτή διαιωνίστηκε για 20 ακόμη χρόνια το πρόβλημα των παραδουνάβιων χωρών προκαλώντας πολλές διαμάχες και συγκρούσεις εθνοτήτων, ζητήματα μειονοτήτων, αλυτρωτικές διεκδικήσεις, μέχρι και οικονομικές κρίσεις, μερικές των οποίων έφθασαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή με τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας. Σύμφωνα μ΄ αυτή τη συνθήκη η Ουγγαρία αποκλείσθηκε πλέον της θαλάσσιας εξόδου καθώς και από τα πλούσια σε μεταλλεύματα και ξυλεία όρη της διατηρώντας μόνο τις εύφορες πεδιάδες της. Από την υπογραφή της συνθήκης αυτής η Ουγγαρία φέρεται στους διπλωματικούς κύκλους ως "η μεγάλη ανάπηρος της Ευρώπης", λόγω ακριβώς της ευρείας έκτασης των χερσαίων ακρωτηριασμών που υπέστη εξ αυτής.
Συνέχεια αυτής της συνθήκης υπήρξαν η Συμφωνία Βελιγραδίου (1920), (μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Σερβίας), η Συμφωνία Βουκουρεστίου (1921), (μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Ρουμανίας), καθώς και η Συμφωνία Βελιγραδίου (1921), (μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας) που όλες αποτελούσαν διμερείς συμφωνίες των όμορων Χωρών της Ουγγαρίας που απέβλεπαν στη διατήρηση αφενός της παρούσας Συνθήκης του Τριανόν αλλά και της δημιουργίας εκ της εξέλιξης αυτών της λεγόμενης "Μικράς Συνεννόησης" ή περισσότερο γνωστή ως Μικρή Αντάντ.