Ο ΠάουλΤόμας Μαν (γερμανικά: Paul Thomas Mann· 6 Ιουνίου 1875, Λίμπεκ – 12 Αυγούστου 1955, Ζυρίχη) ήταν Γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1929).[10] Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόιντ,Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.[11][12] Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν είναι το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), Το μαγικό βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933-1943), ο Δόκτωρ Φάουστους (1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).
Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875[11]. Υπήρξε δευτερότοκος γιος τού —χανσεατικής καταγωγής— γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρουνς[13][14]. Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου[10]. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης —η οποία αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής— ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου[15]. Ήταν τότε που έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια[10][11][16].
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) ο Μαν, παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του καλλιτεχνική δραστηριότητα, καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των ετών[17]. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη φορά στους Στοχασμούς ενός απολιτικού (1918)[18]. Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929[19].
Κατά την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του[10]. Ύστερα από προτροπή του γιου του, Κλάους, δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια[11]. Το 1936 τού αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και έναν χρόνο μετά τού αφαιρέθηκε και ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης[10]. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκεπτόταν την Ευρώπη τακτικά[11]. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τόμας Μαν υποστήριζε τον Γουλιέλμο Β΄ και ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό[18]. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες[18]. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό και ενθάρρυνε την αντίσταση εκ μέρους της εργατικής τάξης. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μια διάλεξη (Έκκληση προς τη λογική) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών, μελών της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης, ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού[11][20].
Τα βιβλία του Τόμας Μαν, σε αντίθεση με τα βιβλία του αδερφού του Χάινριχ και του γιου του Κλάους, δεν κάηκαν δημόσια από το ναζιστικό καθεστώς το 1933, ίσως επειδή οι ναζί φοβήθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τέσσερα χρόνια νωρίτερα[20].
Η ιστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων της Λυβέκης Μπούντενμπροκ, από τη δημιουργία της εμπορικής φίρμας το 1830 μέχρι την εξαφάνισή της μαζί με τον τελευταίο απόγονο, τον Χάννο[21].
Ο πρίγκιπας Κλάους Χάινριχ μέσα από τον έρωτά του για τη δεσποινίδα Σπόελμαν θα γνωρίσει την καινούρια εποχή με το ανοιχτό πνεύμα και τους διευρυμένους ορίζοντες και θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ύπαρξης, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος[22].
Ένας τελειόφοιτος μηχανικός σχεδιάζει να επισκεφθεί για τρεις εβδομάδες τον ξάδερφό του, που νοσηλεύεται σε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Τελικά θα παραμείνει εκεί επτά χρόνια. Έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, από τις πρώτες ανιχνεύσεις της ιδρυματοποίησης[10].
Ο Τόμας Μαν αναπλάθει τη γνωστή ιστορία της βίβλου σε αυτή τη τετραλογία, που θεωρείτο από τον ίδιο το magnum opus του. Πρόκειται για μια απόπειρα να ενωθούν οι πολύπτυχες εκφάνσεις των πραγμάτων και του κόσμου, οι διαφορετικές αφηγηματικές νόρμες, ο θρύλος, η βιβλική ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα, η ανθρωπογεωγραφία, όλα αυτά μέσα από την προβολή ενός μοναδικού προσώπου[23][24].
Η Λόττε, η αγαπημένη του Γκαίτε στα νεανικά του χρόνια, την οποία απαθανάτισε στον Φάουστ, επισκέπτεται τη Βαϊμάρη για να ξανασυναντήσει τον Γκαίτε, ύστερα από 44 χρόνια[25].
Ο συνθέτης Άντριαν Λέβερκυν (Adrian Levekühn) θα έλθει σε συμφωνία με τον διάβολο ζητώντας όχι πλούτη ή δόξα, αλλά τη δυνατότητα πραγματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος. Σε αυτό το βιβλίο ο Τόμας Μαν θα ασχοληθεί με βασικά θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία και η μουσική. Αλλά το κυριότερο είναι πως θα φτιάξει μια αλληγορία για τη γιγάντωση του Ναζισμού στη Γερμανία, θα λοιδορήσει την ίδια την τοιχογραφία της μπουρζουαζίας που στήνει μπροστά στα μάτια μας, θα καταφερθεί εναντίον της γερμανικότητας και ταυτόχρονα θα την υμνήσει[26][27].
Με αφορμή λαϊκούς μεσαιωνικούς θρύλους, ο Μαν θα στήσει την ιστορία του Γρηγόριου, που από φτωχός ψαράς γίνεται πολεμιστής και τέλος δούκας στην πατρίδα του τη Φλάνδρα. Από εκεί θα ακολουθήσει μια πορεία μέχρι το Βατικανό και την παπική τιάρα[28].
Ο Φέλιξ Κρουλ αναλαμβάνει να πάρει τη θέση ενός νεαρού μαρκησίου, που οι γονείς του, προμηθεύοντάς τον με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, τον αναγκάζουν να φύγει σε πολύχρονο ταξίδι, για να τον απομακρύνουν από την ανεπιθύμητη γι' αυτούς αγαπημένη του. Ο Κρουλ θα αντικαταστήσει τον Μαρκήσιο και θα αναλάβει μάλιστα και την αλληλογραφία με τους γονείς του[29].
Μυθιστορήματα
1901: Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκς. Η παρακμή μιας οικογένειας)
—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986
1909: Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης)
1947: Doktor Faustus. Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkuhn erzahlt von einem Freunde (Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο)
—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2002) (περιέχεται στη συλλογή 13 διηγημάτων του Μαν «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα», όπως και όλα τα διηγήματα με αστερίσκο που ακολουθούν)
Herman Hess Thomas Mann:Briefwechsel (Έρμαν Έσσε- Τόμας Μαν: Αλληλογραφία 1910-1955), επιστολογραφία
—μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου (εκδ. "Καστανιώτης", 2003)
Έργα σχετικά με τον Τόμας Μαν στα Ελληνικά
Γκόλο Μαν: Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μαν,1965, σύντομη βιογραφία του συγγραφέα από τον γιό του (εκδ. "Γαβριηλίδης", 2005)[31]
Μπρίτα Μπέλερ: Τόμας Μαν, οι τρεις κρίσιμες μέρες (De Beslissing), (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου (εκδ. "Καπόν", 2014) λογοτεχνική ανακατασκευή της συγγραφέως με βάση τα ημερολόγια του Μαν των ημερών που προηγήθηκαν της ανοιχτής επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στις εφημερίδες της Γερμανίας καταγγέλοντας τον Ναζισμό [32]
Klaus Betzen: Ο Τόμας Μαν και το πρόβλημα του ανθρωπισμού, από διάλεξη στο Ινστιτούτο Γκαίτε τον Δεκέμβριο του 1975. (μτφ. Νίκος Μ.Σκουτερόπουλος, "Εκδόσεις των Φίλων", 1977)