Υπερεκμετάλλευση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η υπερεκμετάλλευση ονομάζεται η συλλογή ενός ανανεώσιμου πόρου έως το σημείο της αδυναμίας αναπλήρωσής του.[2] Ο όρος αναφέρεται στους φυσικούς πόρους, όπως άγρια φαρμακευτικά φυτά, βοσκότοποι, θηράματα, σπάνια είδη ψαριών, δάση, και υπόγεια ύδατα.
Στην οικολογία, η υπερεκμετάλλευση περιγράφεται ως μία από τις πέντε κύριες δραστηριότητες που απειλούν την παγκόσμια βιοποικιλότητα.[3] Οι οικολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο για να περιγράψουν τους πληθυσμούς που συλλέγονται με μη βιώσιμο ρυθμό, δεδομένων των φυσικών τους ποσοστών θνησιμότητας και ικανοτήτων για αναπαραγωγή. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση σε επίπεδο πληθυσμού και ακόμη και εξαφάνιση ολόκληρων ειδών. Στη βιολογία, ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως στο πλαίσιο της ανθρώπινης οικονομικής δραστηριότητας που συνεπάγεται την απόσυρση βιολογικών πόρων ή οργανισμών, σε μεγαλύτερους αριθμούς από αυτούς που οι πληθυσμοί τους μπορούν να αντέξουν. Ο όρος έχει διαφορετική χρήση στην περίπτωση της αλιείας, της υδρολογίας και της διαχείρησης των φυσικών πόρων.
Η υπερεκμετάλλευση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή των πόρων, συμπεριλαμβανομένων των εξαφανισμένων.[4] Ωστόσο, είναι επίσης δυνατό να είναι βιώσιμη η υπερεκμετάλλευση. Αντί του όρου υπερεκμετάλλευση, στην αλιεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος υπεραλίευση, στη διαχείρηση των ζώων η υπερβόσκηση, και στη διαχείριση των υδάτινων πόρων η υπεράντληση.