Ιθαγένεια
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ιθαγένεια ονομάζεται «ο δημοσίου δικαίου νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει»[1]. Με άλλη διατύπωση, «η νομική και πολιτική ιδιότητα ενός ατόμου ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος στο οποίο ανήκει».[εκκρεμεί παραπομπή] Ο όρος υπηκοότητα στην ελληνική νομική γλώσσα είναι ταυτόσημος με αυτόν της ιθαγένειας, και χρησιμοποιείται παράλληλα (λέμε π.χ. ελληνική ιθαγένεια, αλλά Έλληνας υπήκοος (όχι Έλληνας ιθαγενής)[1].
Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του (δίκαιο του αίματος) ή υπό προϋποθέσεις του τόπου γέννησής του (δίκαιο του εδάφους). Κατά τη διάρκεια της ζωής του ενδέχεται να αποκτήσει νέα ιθαγένεια οικειοθελώς - η διαδικασία αυτή ονομάζεται πολιτογράφηση. Ενδέχεται επίσης, εάν προβεί σε πράξεις προδοσίας ή συμμετέχει στην αντιπολίτευση εναντίον αυταρχικών καθεστώτων, να στερηθεί την ιθαγένειά του - σε αυτήν την περίπτωση και αν δεν έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους χαρακτηρίζεται ως ανιθαγενής.