From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο σχηματισμός φαραγγιού αποτελεί σύνηθες γεωλογικό φαινόμενο στην Κρήτη, η οποία αναφέρεται ενδεικτικά ως "ο τόπος των εκατό φαραγγιών".[1]
Είναι συνυφασμένα με το τοπίο, την ιστορία και λαογραφία του νησιού, καθώς και την ιδιοσυγκρασία μερίδας των κατοίκων του. Στοιχεία τους όπως τα βραχώδη τοιχώματα, τα πουλιά και ζώα (κάποια από σπάνια μέχρι ενδημικά μόνον εδώ), τα φυτά και δέντρα (συχνά λίγα, ενίοτε όμως ογκώδη) συμβάλουν στο χαρακτήρα της περιοχής και επέδρασαν καταλυτικά σε τοπικούς μύθους, παραδόσεις, τραγούδια. Τα ίδια τα φαράγγια υπήρξαν εστία εξέγερσης, ορμητήριο και καταφύγιο επαναστατών, θέατρο πολεμικών μαχών και στρατιωτικών διεκδικήσεων, βασικά συνεχίζουν δε να διαδραματίζουν το ρόλο τους στη σημερινή καθημερινότητα.
Σε αντίθεση με άλλα μέρη σε Ελλάδα και κόσμο, στην κρητική γλώσσα διαχωρίζεται πλήρως εννοιολογικά η δεδομένη λέξη και οι ρούμα, ρέ(υ)μα, ρυάκι, κοινώς ρεματιά που κυλά μικρό ή μεγαλύτερο ποτάμι.[1] Αιτία είναι ότι πλήθος των φαραγγιών δεν διαρρέονται από υδάτινο όγκο ή εκείνος πρόκειται για χείμαρρο, άρα εποχιακής φύσης.
Βρίσκονται σε όλους τους τέσσερις διοικητικούς νομούς (τώρα περιφερειακές ενότητες), με υψηλότερη συχνότητα παρουσίας προς τις δύο άκρες του νησιού: στα νότια του Χανίων (Σφακιά) και τα δυτικά του Λασιθίου.[2] Το βόρειο τμήμα διαθέτει λιγότερα, η διαδρομή της συντριπτικής πλειονότητας των οποίων περιορίζεται στην ενδοχώρα. Τα περισσότερα του νότου, αντίθετα, έχουν διέξοδο στο Λιβυκό πέλαγος.
Εμφανίζουν ευρύτατη ποικιλία όσον αφορά στο μήκος, τα ύψος και απόσταση τοιχωμάτων, τα είδη, στρώματα και πτυχές πετρωμάτων, τη χλωρίδα. Υφίσταται φαράγγι ελικοειδές, σκιερό, με βλάστηση βοτανικού κήπου ακόμη και στις απόκρημνες πλαγιές (Θερίσου), καθώς και αντίστοιχο τραχύ, άνυδρο, κατάλληλο για ερημιτισμό (Περβολακίων ή Μονής Καψά).[1]
Η επιστήμη έχει καταλήξει ότι γενικά ο σχηματισμός φαραγγιού προκύπτει ως συνέπεια της μακραίωνης γεωλογικής διεργασίας αποσάθρωσης των πετρωμάτων μέσω διάβρωσης από το νερό (π.χ κοιλάδες Δούναβη, Γκραν Κάνιον-ποταμός Κολοράντο). Εντούτοις, στην Κρήτη δεν εξακριβώνεται παρόμοιος μηχανισμός, γεγονός που δεικνύει κυρίως η μη αποκάλυψη ή έστω ελάχιστη μεταβολή του φαραγγικού πυθμένα έπειτα και τις πιο "κατακλυσμιαίες" βροχοπτώσεις. Άλλωστε, η δημιουργία του τόσο υψηλού αριθμού τους θα απαιτούσε σε βάθος δεκάδων χιλιετιών και τεράστιες ποσότητες ύδατος που δεν δικαιολογεί "ένα στενό νησί που αποκλείεται να είχε ποτέ μεγάλους ποταμούς",[3] ενώ επίσης δεν εντοπίζονται ίχνη των λεκανών απορροής της προϊστορίας που όφειλαν να τους τροφοδοτούν. Σύμφωνα με αυτά:[4]
Κλειδί για την ερμηνεία των κρητικών φαραγγιών είναι η τεκτονική δράση. Κατά την άνιση ανύψωση του νησιού, ασκήθηκαν πιέσεις σε ορισμένα πετρώματα, τα οποία διαρρήχθηκαν, όπως θα ράγιζε ένας τοίχος. Οι ρωγμές διευρύνθηκαν πλευρικά (σημ. σε πλάτος, όχι βάθος) από τη διάβρωση, που προκλήθηκε είτε από τη ροή ποτάμιων ρευμάτων είτε από αλλαγές στη θερμοκρασία, οι οποίες αποσπούν μικρούς και μεγάλους λίθους από τους κρημνούς. [...] Τα πολλαπλά φαράγγια της Κρήτης δημιουργήθηκαν πράγματι από "παροξυσμούς της φύσης" που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συγκαλύφθηκαν από μεταγενέστερες διεργασίες.
Όμως και για τη συνολική εικόνα του νησιού, ο μελετητής του και λάτρης Όλιβερ Ράκχαμ (1939-2015: Άγγλος ακαδημαϊκός, βοτανολόγος, ιστορικός οικολογίας), δήλωνε πεπεισμένος ότι η τεκτονική δύναμη ήταν ο ένας από τους τρεις αλληλοεπηρεαζόμενους παράγοντες θεμελιώδους σημασίας, έχοντας "αποφασίσει" τη γεωμορφολογία του.[5] Την ίδια βαρύτητα απέδιδε στην προϊστορική πανίδα (για τη βλάστηση) και στην –πολύ αργότερη– ανθρώπινη παρουσία (για το τοπίο). Επιβεβαιώνει δηλαδή η σύγχρονη έρευνα τα –διαισθητικά– γραφόμενα παλαιών περιηγητών, πως τέτοιου πλήθους και μεγέθους ασυνέχειες δεν εμφανίστηκαν στην κρητική γη ομαλώς, αλλά από φυσικό παροξυσμό.[6] Τέμνοντας κάθετα μία εκτεταμένη ρηξιγενή κατωφέρεια, το εξαιρετικά στενό και βαθύ φαράγγι του Χα θεωρείται πρώιμο στάδιο του τεκτονικού έργου, το δε αντίστοιχο του Χαυγά[σημ. 1] Οροπεδίου ή Καθαρού έχει υποστεί την αποσάθρωση κατόπιν και εντονότατα, σε σημείο ώστε η χαμηλότερη υψομετρικά είσοδός του "μόνο κατ' όνομα να αποτελεί φαράγγι".[3] Η γέννησή τους, τουλάχιστον της πλειοψηφίας, ανάγεται σε εποχές νεότερες της ίδιας της Κρήτης. Η εξέταση πάντως της επικολλημένης σάρας (κορήματα)[σημ. 2] στα τοιχώματά τους, τα χρονολόγησε από την περίοδο του Πλειστόκαινου –εάν όχι νωρίτερα– και πιθανής μέσης ηλικίας 2 εκατομμυρίων ετών. Επομένως,
οι Μινωίτες θα τα έβλεπαν σχεδόν όπως τα βλέπουμε και εμείς σήμερα.
Με ενδεικτικότερο παράδειγμα το Αγιοφάραγγο, ο σχηματισμός κάποιων επέφερε χωρισμό σε προϋπάρχοντα σπήλαια με σταλακτίτες, οι οποίοι είναι πλέον ορατοί ως δικά του στοιχεία.
Οι πλευρές (πρανή) ενός τυπικού κρητικού φαραγγιού πρόκειται για περίπου κατακόρυφες, ενώ στις βάσεις τους έχει σωρευθεί και ενσωματωθεί σάρα, συνήθως μετατρεπόμενη σε άκρως συμπαγή. Ο πυθμένας επικαλύπτεται οριζόντια με αποθέσεις χαλικιών και στρώσεις σάρας που τις αλληλοδιαδέχονται συγκεντρώσεις ογκολίθων. Τα επιφανειακά υλικά του, ενίοτε και φράγματα από τους τελευταίους, αναδιατάσσονται στις ισχυρότατες βροχές χωρίς –όπως αναφέρθηκε– εκείνος να επηρεάζεται.
Τα απαντώμενα πετρώματα είναι πλακώδεις ασβεστόλιθοι και κροκαλοπαγή (ιδιαίτερα στα βορειοδυτικά)[7], άρα με σκληρότητα που ευνοεί τη δημιουργία και διατήρηση κάθετων τοιχωμάτων.[8] Μαλακότερης φύσης εδάφη (κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, φυλλίτες, ψαμμίτες) σε γειτονικές περιοχές, καθιστούν ενδεχόμενη την ύπαρξη στο νησί αρκετά περισσότερων φαραγγιών παλαιότερα, τα οποία η παραπάνω χρονοβόρα διαδικασία αποσάθρωσης έφθειρε μέχρι εξαφάνισης. Αυτή θα υποστούν μελλοντικά και οι περιστασιακές φαραγγοειδείς μορφές σε χαλαζίτες ή αργιλώδεις βασικά μάργες[σημ. 3], μαλακές με μεγάλη όμως πυκνότητα (π.χ στο νότιο τμήμα της χερσονήσου Ακρωτήρι Χανίων).[9] Μαργαϊκοί είναι και οι εντυπωσιακά διαβρωμένοι εσωτερικά ογκόλιθοι, επίσης του Αγιοφάραγγου.
Σχετικά με τον κυρίαρχο συνδυασμό χρωματισμών και επειδή η πλειονότητα βρίσκονται σε ασβεστολιθικές γαίες που «χαρακτηρίζονται από ταινίες πράσινου, πορφυρού και φαιού που εναλλάσσονται με λευκό πυριτόλιθο – μία δομή ευδιάκριτη και αλησμόνητη.»[10]
Όλιβερ Ράκχαμ - Τζένιφερ Μούντι[11]
Καταγράφονται 1800 είδη φυτών και δέντρων στο νησί –μακράν όλων των ευρωπαϊκών– με 189 να ενδημούν αποκλειστικά σε αυτό (33 και στο Καρπάθιο σύμπλεγμα [στοιχεία του 2003]),[12] ενώ διαφορετικό "μείγμα" βλάστησης που έχει ορίσει ο προσανατολισμός τους και η σύσταση των πετρωμάτων, αντιπροσωπεύει καθένα των δεκάδων φαραγγιών.[13] Ωστόσο, η χλωρίδα των τελευταίων δεν περιορίζεται αυστηρά χωρικά και επεκτείνεται σε διπλανούς γκρεμούς (κρημνούς), πλαγιές, όγκους βουνών, με συνέπεια να μην θεωρείται κάποιο είδος ως ενδημικό στα φαράγγια και μόνο.
Σε αντίθεση με τα κρητικά δάση, υγροβιοτόπους και ακτές, τους ζωτικούς χώρους (ενδιαιτήματα) σημαντικής φυτικής ποικιλίας αποτελούν δύο: τα ψηλά όρη και οι γκρεμοί/φαράγγια.[13] Παρότι τα ενδημικά αυτοπροστατεύονται με διάφορες γενικά μεθόδους (προσαρμογή) από το να γίνουν βορά ζώων (βόσκηση), ούτε ένα όσων φύονται αποκλειστικά σε δυσπρόσιτα μέρη έχει αγκάθια, καθώς ουδέποτε διέτρεξαν κίνδυνο (ενώ τέτοια διαθέτουν π.χ το 50% των φρυγανικών ειδών στους λόφους του νησιού). Το γεγονός αιτιολογεί τις μορφές και τα έντονα χρώματα αρκετών (όπως και τη γευστικότητα για τροφή ζώων).
Ορισμένα από τα πολύ ιδιαίτερα και ενδημικά μόνο στην Κρήτη φυτά, τα οποία απαντώνται σε φαράγγι της (με αναφορά στην περιοχή ή/και τοπωνύμιό του):
Εντύπωση προκαλεί η περίπτωση των Σφακίων, μία από τις πλέον άνυδρες περιοχές της Κρήτης –και αραιοκατοικημένες της Ελλάδας–, ως την περισσότερο δασωμένη τελικά, με αιτία τα πυκνά δάση που διατρέχουν τα πολυάριθμα φαράγγια τους, αλλά και μόνον εκείνα.[33]
Δύσκολη παρουσιάζεται και η εξαρχής λογική σύνδεση των άγριων φαραγγιών με την ύπαρξη του ευγενούς δέντρου της ελιάς,[34] σήμερα την πιο διαδεδομένη και οικονομικά σημαντική καλλιέργεια επάνω στο νησί.[35] Το είδος δεν αποτελεί απλά το μοναδικό μη εξωτικό που αξιοποιείται σε συστηματικό επίπεδο (με τις αχλαδιά και παλαιότερα αμυγδαλιά),[36] αλλά και ο προαναφερόμενος άγριος τύπος του πρόκειται μάλλον για ιθαγενή, όπως αποδεικνύουν αφενός η εμφάνισή της καλλιεργήσιμης ελιάς ήδη κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο και αρκετά πριν από κάθε άλλο σημείο του Αιγαίου,[37] αφετέρου ο διαφορετικός τρόπος των Μινωιτών στην εκμετάλλευση του λαδιού της ήμερης (τιθασούς) και της αγριελιάς.[38][39] Επιστήμονες θεωρούν ως πιθανότερο ενδεχόμενο η δεύτερη, προτού επεκταθεί με φυσικούς τρόπους σε παράλιες ζώνες της Κρήτης και καταστεί έπειτα αντικείμενο καλλιέργειας, να είχε επιβιώσει την εποχή των Παγετώνων εντός κάπως "προστατευμένων" φαραγγιών.[40]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.