Γάλλος πολιτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φρανσουά Ζεράρ Ζωρζ Νικολά Ολλάντ (γαλλικά: François Gérard Georges Nicolas Hollande[19], 12 Αυγούστου 1954) είναι Γάλλος πολιτικός. Στις 6 Μαΐου 2012 εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας. Δεν επιδίωξε την επανεκλογή του και αποχώρησε από το αξίωμα στις 14 Μαΐου 2017, παραδίδοντας στον Εμμανουέλ Μακρόν.
Γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 1997 μέχρι και το 2008, στη διάρκεια της τρίτης «συγκατοίκησης» και στη συνέχεια στην αντιπολίτευση, δήμαρχος της Τυλ από το 2001 μέχρι και το 2008, είναι βουλευτής της πρώτης εκλογικής περιφέρειας της Κορέζ και προεδρεύει του Γενικού Συμβουλίου της Κορέζ από το 2008.
Ορίστηκε υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Ριζοσπαστικού Κόμματος της Αριστεράς για τις προεδρικές εκλογές του 2012 μετά από έναν προκριματικό, τον οποίο κέρδισε στον δεύτερο γύρο απέναντι στη Μαρτίν Ωμπρύ, στις 16 Οκτωβρίου 2011.
Ο Φρανσουά Ζεράρ Ζωρζ Νικολά Ολλάντ[19] είναι ο μικρότερος γιος του γιατρού Ζωρζ Γκυστάβ Ολλάντ, γεννημένου στις 9 Μαΐου 1923, ωτορινολαρυγγολόγου στην ειδικότητα, ατυχούς υποψηφίου σε έναν ακροδεξιό σχηματισμό στις δημοτικές εκλογές της Ρουέν το 1959 και το 1965[20]. Η μητέρα του, Νικόλ Φρεντερίκ Μαργκερίτ Τριμπέρ, γεννημένη στις 7 Σεπτεμβρίου 1927, ήταν κοινωνική λειτουργός και φιλοαριστερή[20].
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μπουά-Γκιγιώμ, κατοικημένη περιοχή στα υψώματα της Ρουέν, όπου ήταν μαθητής στην Ιδιωτική Σχολή Ζαν-Μπατίστ ντε Λα Σαλ της Ρουέν. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 1968, ο πατέρας του, οπαδός μιας γαλλικής Αλγερίας[21] αντιμετωπίστηκε με καχυποψία εξαιτίας των στενών του σχέσεων με τον Ζαν-Λουί Τιξιέ-Βινιανκούρ και την OAS[22], πούλησε την κλινική του, τα διαμερίσματά του στο Κλο ντυ Αμέλ, την οικία του Μπουά-Γκιγιώμ, και μετακόμισε με την οικογένειά του στο Νεϊγί-συρ-Σεν, όπου ασχολήθηκε με τη μεσιτική[20].
Μαθητής στο Λύκειο Παστέρ του Νεϊγί-συρ-Σεν, ο Φρανσουά Ολλάντ εισήχθη στη Νομική Σχολή του Παρισιού, όπου πήρε πτυχίο Νομικής[23], έπειτα στο HEC Paris[24] και στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Παρισιού[25], όπου συμμετείχε στην UNEF-Renouveau, στενά συνδεδεμένη με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα[20]. Αναδείχθηκε 7ος στην ENA, στην τάξη τελειοφοίτων του Voltaire [21].
Το 1976 απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία εξαιτίας της μυωπίας στη διάρκεια των «τριών ημερών» του στο στρατόπεδο της Βενσέν, αλλά πέτυχε την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Στη διάρκεια της θητείας του στη Σχολή Αξιωματικών του Κετκιντάν, τον Γενάρη του 1977, βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο με τους Ζαν-Πιέρ Ζουϊέ, Μισέλ Σαπέν, Ανρί ντε Καστρί και Ζαν-Μισέλ Λαμπέρ[26].
Το 1974 προήδρευσε στο τμήμα της UNEF στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Παρισιού. Μπήκε στην HEC Paris και προήδρευσε εντός αυτής την επιτροπή στήριξης της υποψηφιότητας του Φρανσουά Μιτεράν[27].
Προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1979 και έγινε, χάρη στον Ζακ Αταλί και τον Ζακ Ντελόρ, υπεύθυνος στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων για τα οικονομικά θέματα[23].
Αποφοιτώντας 7ος από την Εθνική Σχολή Διοίκησης (ENA) το 1980, επέλεξε να γίνει ελεγκτής στο Ελεγκτικό Συνέδριο[23]. Ταυτόχρονα, εκείνη την εποχή, έγινε λέκτορας στην IEP του Παρισιού, όπου παρέδιδε μαθήματα οικονομικών στους τριτοετείς φοιτητές μέχρι και το 1991.[28]
Το 1981, ως συνέχεια της εκλογής του Φρανσουά Μιτεράν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο Φρανσουά Ολλάντ αναλαμβάνει υπεύθυνος (πάντα στον τομέα της οικονομίας) στα Ηλύσια, την εποχή κατά την οποία η νέα εξουσία ξεκινά την πολιτική ανάκαμψης από τη ζήτηση (κεϋνσιανή ανάκαμψη) και την εθνικοποίηση. Στη διάρκεια των εκλογών του Ιουνίου του 1981, ο Φρανσουά Ολλάντ ορίζεται ως υποψήφιος των Σοσιαλιστών απέναντι στον Ζακ Σιράκ στην τρίτη εκλογική του Κορέζ, μετά την άρνηση του Ζακ Ντελόρ. Στη διάρκεια της εκστρατείας, παρευρίσκεται σε μια συνάντηση του αντιπάλου του, στο Νεβίκ, και τον καλεί πάνω στο θέμα πως δεν απάντησε στη γραπτή επιστολή του για λεκτική διαμάχη (ντιμπέιτ). Με 26% των ψήφων, έναντι 23% του κομμουνιστή υποψήφιου, του λείπουν 350 ψήφοι για να αντιμετωπίσει τον Ζακ Σιράκ, που κερδίζει τις εκλογές από τον πρώτο κιόλας γύρο[29].
Το 1983, διορίστηκε αρχηγός του επιτελείου δύο συνεχόμενων εκπροσώπων Τύπου της κυβέρνησης Πιερ Μωρουά: Μαξ Γκαλό και Ρολάν Ντυμά. Συμμετέχει εκείνη την εποχή σε μια πολιτική χειραγώγηση: με την προτροπή του Φρανσουά Μιτεράν, ο Ζακ Αταλί ζητά από τον εκδότη Φαϊάρ να εκδώσει ένα φυλλάδιο κατά της δεξιάς. Το έργο ανατίθεται στον δημοσιογράφο Αντρέ Μπερκόφ, που εκδίδει ένα βιβλίο με τίτλο De la reconquête (Ανακατάληψη), υπό το ψευδώνυμο «Κάτων», ως ένας υποτιθέμενος ηγέτης της δεξιάς. Ο Φρανσουά Ολλάντ θα μεταφέρει στον Αντρέ Μπερκόφ κωδικοποιημένα στοιχεία για τη συγγραφή του βιβλίου και ο δημοσιογράφος, του οποίου η φήμη δεν του επιτρέπει να αναλάβει ο ίδιος την προώθησή του, θα του αναθέσει αυτό το έργο. Σε διάφορες συνεντεύξεις, ο Φρανσουά Ολλάντ περνιέται για τον Κάτωνα, τον εικονικό ηγέτη της δεξιάς[30]. Τον ίδιο χρόνο, αποτυγχάνει στις δημοτικές εκλογές, αλλά γίνεται δημοτικός σύμβουλος του Υσσέλ (στην Κορέζ).
Το 1984 γίνεται σύμβουλος στα δημοψηφίσματα στο Ελεγκτικό Συνέδριο[23].
Το 1986 ο Κλωντ Αλέγκρ τον περιλαμβάνει στην ομάδα εμπειρογνωμόνων της οποίας προΐσταται ο Λιονέλ Ζοσπέν μετά την ήττα του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις εκλογές του 1986[31].
Στις εκλογές του 1988, που αποτελούν συνέχεια της επανεκλογής του Φρανσουά Μιτεράν, παρουσιάζεται για ακόμη μια φορά στην Κορέζ, αλλά αλλάζει εκλογική περιφέρεια. Με σχεδόν το 53% των ψήφων, εκλέγεται βουλευτής της πρώτης εκλογικής περιφέρειας της Κορέζ. Στην Εθνοσυνέλευση, γίνεται γραμματέας στην Επιτροπή Οικονομικών και Προγραμματισμού και εισηγητής του προϋπολογισμού της Εθνικής Άμυνας[23].
Στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ξεκινά με τους Ζαν-Υβ Λε Ντριάν, Ζαν-Πιέρ Μινιάρ και Ζαν-Μισέλ Γκαγιάρ το κίνημα των "transcourants", που επαναβαπτίζεται αργότερα "Démocratie 2000" (Δημοκρατία 2000)[23].
Από το 1988 μέχρι και το 1991, διδάσκει οικονομικά στους τριτοετείς του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών του Παρισιού[23].
Ο Φρανσουά Ολλάντ εγκαταλείπει την Υσσέλ το 1989, όπου είναι δημοτικός σύμβουλος της αντιπολίτευσης επί έξι έτη, για να υποβάλει υποψηφιότητα στην Τυλ. Γίνεται αναπληρωτής του δημάρχου της πόλης, του κομμουνιστή Ζαν Κομπαστέιλ. Την επόμενη χρονιά, υποστηρίζει την κίνηση Μωρουά-Μερμάζ-Ζοσπέν στο Συνέδριο της Ρεν[23].
Το 1993, χάνει το βουλευτικό του αξίωμα έχοντας ηττηθεί από τον Ρεϊμόν-Μαξ Ωμπέρ (RPR). Θα παραδεχτεί ότι εγκατέλειψε τους ψηφοφόρους του για τις εθνικές του δραστηριότητες[32]. Αναλαμβάνει στη συνέχεια τη προεδρία της ομάδας «Témoin» (ελ: Μάρτυρας) του Ζακ Ντελόρ, που διατηρεί μέχρι το 1997. Στη διάρκεια των δημοτικών εκλογών του 1995, η αριστερά χάνει την Τυλ, και ο Ρεϊμόν-Μαξ Ωμπέρ γίνεται δήμαρχός της.
Δικαστής στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Φρανσουά Ολλάντ κατέχει μια ισοδυναμία (CAPA, Certificat d'aptitude à la profession d'avocat) που του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου: εργάζεται για μερικούς μήνες στο γραφείο του φίλου του Ζαν-Πιέρ Μινιάρ[23].
Πρόεδρος του Συμβουλευτικού Συμβουλίου για την Αναπηρία τον Δεκέμβριο του 1992 [33], γίνεται εθνικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχοντας αναλάβει τον οικονομικό τομέα το Νοέμβριο του 1994. Το 1995, μετά την παραίτηση του Ζακ Ντελόρ, του οποίου υποστήριξε την υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές, προσεγγίζει τον Λιονέλ Ζοσπέν, που τον κάνει έναν από τους εκπροσώπους τύπου της προεκλογικής του καμπάνιας για την προεδρία. Μετά την ήττα του απέναντι στον Ζακ Σιράκ, ο Λιονέλ Ζοσπέν ονομάζει τον Φρανσουά Ολλάντ, τον Οκτώβριο του 1995, εκπρόσωπο τύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος[33]. Σύμφωνα με τον Σερζ Ραφύ, ο γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος ψάχνει εκείνη την εποχή έναν άνδρα που να "καταπραΰνει, φέρνει γαλήνη και αρμονία" για να βγει το κόμμα από τις διαμάχες που ξέσπασαν για τη διαδοχή του Φρανσουά Μιτεράν στην ηγεσία του κόμματος.[34]
Το 1997, μετά τη νίκη της αριστερής πλειοψηφίας, ο Φρανσουά Ολλάντ ξαναβρίσκει τη θέση του ως βουλευτής (με το 54 % των ψήφων υπέρ του), και ο Λιονέλ Ζοσπέν αναλαμβάνει Πρωθυπουργός. Ο τελευταίος τον επιλέγει για να τον διαδεχτεί στη θέση του ως γενικού γραμματέα του κόμματος, τον Νοέμβριο του 1997. Από αυτή τη θέση, συμβουλεύει τον Λιονέλ Ζοσπέν να μην μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό σύστημα πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2002[35].
Στη διάρκεια των ευρωπαϊκών εκλογών, ο Φρανσουά Ολλάντ ηγείται της λίστας PS/PRG -MDC, που τερματίζει επικεφαλής με 21,95 % των ψήφων στις εκλογές μπροστά από τη λίστα RPF της οποίας ηγείται ο Σαρλ Πασκάλ και ο Φιλίπ ντε Βιλλιέ (13,05 %) και της λίστας RPR-/DL της οποίας ηγείται ο Νικολά Σαρκοζί (12,82 %). Είναι ευρωβουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι και τις 17 Δεκεμβρίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία παραιτείται από τη θητεία του[36]. Γίνεται την ίδια αυτή χρονιά αντιπρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Το 2001, εκελέγεται δήμαρχος της Τυλ από το νέο δημοτικό συμβούλιο, με τη λίστα της οποίας ηγούνταν να κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό 53,1% των ψήφων στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών[37].
Μετά την απόσυρση του Λιονέλ Ζοσπέν από την πολιτική ζωή της Γαλλίας μετά την αποτυχία του στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2002, ο Φρανσουά Ολλάντ επανεκλέγεται βουλευτής στις 16 Ιουνίου 2002, με 52,92% των ψήφων στο δεύτερο γύρο[38].
Στη διάρκεια της εκστρατείας για τις περιφερειακές και καντονιακές εκλογές του 2004, πραγματοποιεί έναν γύρο στις περιοχές της Γαλλίας ενώ, από τις εξέχουσες προσωπικότητες του Σοσιαλισμού, μόνο η Σεγκολέν Ρουαγιάλ έλαβε μέρος στη "μάχη" για το Πουατού-Σαράντ[31]. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα κερδίζει 24 από τις 26 γαλλικές περιφέρειες και τα δύο τρίτα των ανανεώσιμων καντονιών (51 από τους 100 νομούς έχουν με αυτό τον τρόπο έναν πρόεδρο της αριστεράς), σε ένα σημείο όπου η δημοτικότητα της κυβέρνησης Ραφαρέν βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της. Τον επόμενο Ιούνιο, το PS λαμβάνει το 28,9 % των ψήφων στις ευρωπαϊκές εκλογές, ένα ρεκόρ για αυτή τη διαδικασία.
Πάντα το 2004, παίρνει θέση για το «ναι» στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και αντιτίθεται έτσι στον υπ' αριθμόν δύο του κόμματος, Λωράν Φαμπιούς. Σε αντίθεση με όσα είχε υποσχεθεί στον τελευταίο [39], αποφασίζει να οργανώσει ένα εσωτερικό δημοψήφισμα στο PS πάνω σε αυτό το θέμα : την 1η Δεκεμβρίου, οι οπαδοί του κόμματος ψηφίζουν «ναι» σε ποσοστό 59 %. Αντικαθιστά τότε αρκετούς από τους οπαδούς του «όχι» στην Εθνική Γραμματεία από υποστηρικτές του «ναι», ανάμεσά τους ένας αριθμός υπουργών του Λιονέλ Ζοσπέν: τη Μαρτίν Ωμπρύ, τον Ντομινίκ Στρος-Καν, τον Τζακ Λανγκ, κτλ. Τελικά βγαίνει αποδυναμωμένος από το δημοψήφισμα της 29ης Μαΐου 2005, όπου η πλειοψηφία των Γάλλων, και των οπαδών των σοσιαλιστών σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ψήφισαν «όχι». Το PS αρχίζει, από εκείνη τη στιγμή, να βλέπεται από τον Τύπο ως χρόνια διαιρεμένο ανάμεσα σε οπαδούς του «ναι» και οπαδούς του «όχι», των οποίων ηγείται ο Λοράν Φαμπιούς, από τον οποίο ο Φρανσουά Ολλάντ αφαιρεί τη θέση του ως υπ' αριθμόν δύο του κόμματος.
Στο συνέδριο του Μαν του 2005, η πρόταση της οποίας είναι ο πρώτος υπογράφων (μαζί με τους Μαρτίν Ωμπρύ, Ζακ Λανγκ, Ντομινίκ Στρος-Καν, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, Ζουλιάν Ντραι και Μπερτράν Ντελανοέ) λαμβάνει το 53,6% των ψήφων από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας των οπαδών του κόμματος, μια ψηφοφορία λιγότερο άνετη από αυτές που είχε λάβει προηγουμένως (84% το 1997, 73% το 2000, 61% το 2003). Θέλοντας να δώσει ένα τέλος σε ένα έτος συζητήσεωνκαι διαμαχών, ο Φρανσουά Ολλάντ επιλέγει να προτείνει τη συμμετοχή των μειοψηφικών κινημάτων, που την αποδέχονται. Στις 24 Νοεμβρίου 2005, μοναδικός υποψήφιος, επανεκλέγεται δημοτικός γραμματέας του PS, με 76,96% των ψήφων. Θεωρείται τότε από τους επικριτές του ως ο άνθρωπος της «μαλακής σύνθεσης», «που αποφεύγει τη σύγκρουση για να μην αποφασίσει τίποτα τελικά»[40][41].
Το 2006, μπροστά στην άνοδο της πρόθεσης ψήφου υπέρ της συντρόφου του Σεγκολέν Ρουαγιάλ, αρνείται να παρουσιαστεί στις Γαλλικές Προεδρικές Εκλογές του 2007[42], για τις οποίες έχει συμβάλει στην ανάπτυξη του σοσιαλιστικού προγράμματος[43]. Αφού κέρδισε τον προκριματικό γύρο για την ανάδειξη του Σοσιαλιστή υποψήφιου, τελικά ηττάται από τον Νικολά Σαρκοζί στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών. Στις 17 Ιουνίου 2007, ο Φρανσουά Ολλάντ επανεκλέγεται βουλευτής της πρώτης εκλογικής περιφέρειας της Κορέζ στο δεύτερο γύρο, με το 60,25% των ψήφων[43]. Σύμφωνα με μια βαθμολογία που δημιουργήθηκε το 2010 από την ιστοσελίδα lesinfos.com, οδηγούμενη από τον Μπερνάρ ντε Λα Βιλαρντιέρ, καταλμβάνει την 411η θέση των βουλευτών με την πιο έντονη παρουσία[44].
Η λίστα της οποίας ηγείται κερδίζει τις δημοτικές εκλογές στην Τυλ το 2008, στον πρώτο γύρο, λαμβάνοντας το 72,2% ψήφων, απέναντι στη λίστα της δεξιάς[45]. Σε επιβολή του νόμου για την απαγόρευση παραπάνω από μίας ενεργής πολιτικής θέσης, παραιτείται από τη θέση του ως δημοτικός σύμβουλος της πόλης Τυλ, με έναν στενό του φίλο, τον Μπερνάρ Κομπ, να τον διαδέχεται στη θέση του δημάρχου. Τον ίδιο καιρό, εκλέγεται γενικός σύμβουλος της Κορέζ στο Καντόνι του Βιζουά, στον πρώτο γύρο, στις 10 Μαρτίου 2008, με το 54,8% των ψήφων, απέναντι στον υποψήφιο του UMP. Διαδέχεται στις 20 Μαρτίου τον Ζαν-Πιέρ Ντυπόν στη προεδρία του Γενικού Συμβουλίου της Κορέζ, που κατείχε η δεξιά από το 1970, ημερομηνία κατά την οποία ο Ζακ Σιράκ είχε εκλεγεί ως διάδοχος του Ελί Ρουμπύ, που είχε πεθάνει μερικές μέρες πριν από τις εκλογές στα γαλλικά καντόνια.
Στις 26 Νοεμβρίου 2008, σε συνέχεια του Συνεδρίου της Ρενς, η Μαρτίν Ωμπρύ τον διαδέχεται στη θέση του γενικού γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Δεν ήταν υποψήφιος για την ίδια τη διαδοχή του, αλλά είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Μπερτράν Ντελανοέ[39].
Μέσα στους μήνες που ακολουθούν την αποχώρησή του από την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Φρανσουά Ολλάντ εργάζεται για την προετοιμασία ενός πλάνου βασισμένου σε τρεις μεγάλους άξονες : την παραγωγή, τη φορολόγηση και την εκπαίδευση. Με αυτό τον σκοπό, δημιουργεί την οργάνωση « Répondre à gauche » της οποίας ηγείται ο Στεφάν Λε Φολ το 2009 και στη συνέχεια την οργάνωση « Démocratie2012 » με ηγέτες τους Ντομινίκ Βιγιεμό και Ζαν-Μαρί Καμπασερές το 2010. Από το 2010, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια αύξηση της πρόθεσης ψήφου υπέρ του ενόψει του προκριματικού σοσιαλιστικού γύρου των προεδρικών εκλογών το 2011[46]. Έχοντας εξασφαλίσει την υποψηφιότητά του για την επανεκλογή του στη προεδρία του Γενικού Συμβουλίου της Κορέζ[47], αυτοανακυρήσεται επίσημα υποψήφιος για τον προκριματικό στην Τυλ, λίγες μόλις ώρες μετά την επανεκλογή του, στις 31 Μαρτίου 2011[48].
Στα πλαίσια της προεκλογικής καμπάνιας ενόψει του σοσιαλιστικού προκριματικού, ο Φρανσουά Ολλάντ εμφανίζεται ως ο βασικός αντίπαλος του Ντομινίκ Στρος-Καν, γενικού διευθυντή ΔΝΤ και μέχρι τότε φαβορί σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Τα ΜΜΕ τον παρουσιάζουν λοιπόν ως τον « anti-DSK », εξαιτίας της βούλησής του να γίνει ένας « κανονικός πρόεδρος »[49][50]. Ο Ντομινίκ Στρος-Καν βρίσκεται κατηγορούμενος για σεξουαλική κακοποίηση και συλλαμβάνεται στη Νέα Υόρκη στις 14 Μαΐου 2011, κάτι που δεν του επιτρέπει την επιστροφή του στη Γαλλία πριν τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιοτήτων για τον προκριματικό.
Ο Φρανσουά Ολλάντ, ο οποίος βρισκόταν 20 μονάδες πίσω από τον Ντομινίκ Στρος-Καν στις δημοσκοπήσεις για τον πρώτο γύρο του προκριματικού, είναι, πλέον, το ακλόνητο φαβορί. Αλλά καλείτο να αντιμετωπίσει την άνοδο της Μαρτίν Ωμπρύ στις δημοσκοπήσεις μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της τελευταίας, στις 28 Ιουνίου 2011. Από τα μέσα Ιουλίου, ο Φρανσουά Ολλάντ ήταν και πάλι επικεφαλής. Στη διάρκεια της εκστρατείας, δέχθηκε κριτική κυρίως για το έργο του την περίοδο κατά την οποία ήταν επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και για την έλλειψη εκ μέρους του εμπειρίας σε υπουργική θέση[51].
Μετά από μια σειρά τηλεοπτικών ντιμπέιτ καθ' όλη τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, ο Ολλάντ κέρδισε την πρώτη θέση στον πρώτο γύρο που διεξήχθη στις 9 Οκτωβριου με 39% των ψήφων, χωρίς να κερδίσει το 50% που απαιτείται για την αποφυγή δεύτερης ψηφοφορίας, στην οποία θα αντιμετώπιζε τη Μαρτίν Ομπρύ, η οποία ήλθε δεύτερη με 30% των ψήφων.
Η δεύτερη ψηφοφορία έλαβε χώρα στις 16 Οκτωβρίου 2011. Ο Ολλάντ κέρδισε με 56% των ψήφων έναντι 43% για την Ομπρύ και ούτως έγινε ο επίσημος υποψήφιος του Σοσιαλιστικού και του Ριζοσπαστικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2012.[52] Μετά τα αποτελέσματα των προκριματικών, κέρδισε αμέσως την υποσχεθείσα εκ μέρους των άλλων διαγωνιζόμενων υποστήριξη για το χρίσμα του κόμματος, περιλαμβανομένης της Ομπρύ, του Αρνώ Μοντεμπούργκ, του Μάνουελ Βαλλς και της υποψήφιας του 2007 Σεγκολέν Ρουαγιάλ.[53]
Η προεδρική εκστρατεία του Ολλάντ διευθυνόταν από τον Πιερ Μοσκοβίσι κα τον Στεφάν Λε Φολ, ο ένας Μέλος του Κοινοβουλίου και ο άλλος Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αντίστοιχα.[54] Ο Ολλάντ ξεκίνησε την εκστρατεία του επίσημα με μια περιοδεία και μεγάλη ομιλία στη Λε Μπουρζέ στις 22 Ιανουαρίου 2012 ενώπιον 25.000 ανθρώπων.[55][56] Τα κύρια θέματα της ομιλίας του ήταν η ισότητα και η τακτοποίηση των οικονομικών, που αμφότερα είχε υποσχεθεί να κάνει σημεία κλειδιά της εκστρατείας του.[56]
Στις 26 Ιανουαρίου υπέβαλε μια πλήρη λίστα των πολιτικών του σε ένα μανιφέστο που περιείχε 60 προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των λιανικών δραστηριοτήτων από τις πιο επικίνδυνες επιχειρήσεις τραπεζικών επενδύσεων, της υποβολής φόρων σε μεγαλοεπιχειρήσεις, σε τράπεζες και σε πλούσιους, της δημιουργίας 60.000 θέσεων εργασίας στον τομέα της Παιδείας, της μείωσης της ηλικίας σύνταξης από τα 62 στα 60 έτη, της δημιουργίας επιδοτούμενων θέσεων εργασίας σε περιοχές με υψηλή ανεργία για τους νέους, της περαιτέρω ανάπτυξης της βιομηχανίας στη Γαλλία μέσω της δημιουργίας μιας δημόσιας επενδυτικής τράπεζας, της νομιμοποίησης του γάμου και της υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια και της απομάκρυνσης των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν το 2012.[57][58] Στις 9 Φεβρουαρίου, ανέλυσε τις πολιτικές του δίνοντας βάρος σε αυτές που αφορούσαν τον τομέα της παιδείας και της εκπαίδευσης σε μια μεγάλη προεκλογική του ομιλία στην Ορλεάν.[59]
Στις 15 Φεβρουαρίου, ο εν ενεργεία Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε ότι θα ήταν υποψήφιος για μια δεύτερη και τελευταία θητεία, ασκώντας έντονη κριτική στις προτάσεις του Ολλάντ και ισχυριζόμενος ότι θα έφερνε "την οικονομική καταστροφή της Γαλλίας μέσα σε δύο μόλις μέρες διακυβέρνησης" στην περίπτωση που νικούσε.[60]
Ο Ολλάντ επισκέφτηκε το Βερολίνο, πρωτεύουσα της Γερμανίας, τον Δεκέμβριο του 2011 για το Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Ομοσπονδιακού Κόμματος, στο οποίο συνάντησε τους Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, Περ Στάινμπρυκ, Φρανκ-Βάλτερ Σταινμάιερ και Μάρτιν Σουλτς.[61][62] Ταξίδεψε επίσης στο Βέλγιο πριν πάει στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Φεβρουάριο του 2012, όπου συναντήθηκε με τον ηγέτη της Αντιπολίτευσης Εντ Μίλιμπαντ και τέλος στην Τυνησία τον Μάιο του 2012.[63][64]
Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν μια μάχη "σώμα με σώμα" μεταξύ των δύο υποψηφίων στον πρώτο γύρο των εκλογών, με τις περισσότερες εξ' αυτών να δίνουν τον Ολλάντ να έχει ξεκάθαρο προβάδισμα έναντι του Σαρκοζί σε έναν υποθετικό δεύτερο γύρο εκλογών.[65]
Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών έλαβε χώρα στις 22 Απριλίου. Ο Φρανσουά Ολλάντ ήρθε στην πρώτη θέση συγκεντρώνοντας το 28.63% των ψήφων, και αντιμετώπισε τον Νικολά Σαρκοζί στον δεύτερο γύρο.[66] Στον δεύτερο γύρο των εκλογών που έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου 2012, ο Φρανσουά Ολλάντ εκλέχτηκε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας με ποσοστό 51.7% επί των ψήφων.[67]
Στις 8 Μαΐου 2012, ο Φρανσουά Ολλάντ αποδέχεται την πρόσκληση του τέως προέδρου Νικολά Σαρκοζί να συμμετάσχει μαζί του στις εκδηλώσεις μνήμης για τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και εκείνη την ημερομηνία το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν είχε ακόμη ανακοινώσει τα επίσημα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών. Κάτι που θα γίνει στις 10 Μαΐου.
Η τελετή παράδοσης της εξουσίας από τον προκάτοχό του Νικολά Σαρκοζί λαμβάνει χώρα στις 15 Μαΐου 2012[68]. Ο Φρανσουά Ολλάντ γίνεται τότε ο 24ος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και ο 7ος πρόεδρος της 5ης Δημοκρατίας (όπως και ο 67ος Γάλλος Συμπρίγκηπας της Ανδόρρας[69]). Την ίδια μέρα, αποτίει φόρο τιμής στον Ζυλ Φερρύ και τη Μαρί Κιουρί μπροστά στα αναμνηστικά τους μνημεία και παρευρίσκεται στην καθιερωμένη δεξίωση προς τιμήν του στο Δημαρχείο του Παρισιού[70]. Το προσωπικό του γραφείου του ως Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας ορίστηκε επίσης στις 15 Μαΐου 2012[71].
Στις 15 Μαΐου 2012, ο Φρανσουά Ολλάντ ορίζει τον Ζαν-Μαρκ Αιρώ στη θέση του Πρωθυπουργού. Την επομένη, ο τελευταίος αναλαμβάνει τα καθήκοντά του στο Μέγαρο Ματινιόν, όπου θα σχηματίσει κυβέρνηση αποτελούμενη από 34 υπουργούς (17 άνδρες και 17 γυναίκες). Αποτελεί την πρώτη κυβέρνηση στην ιστορία της Γαλλικής Δημοκρατίας που να έχει τέτοια αναλογία στους άνδρες και τις γυναίκες που την αποτελούν[72].
Στη διάρκεια του πρώτου υπουργικού συμβουλίου, στις 17 Μαΐου 2012, ο Φρανσουά Ολλάντ, ο Ζαν-Μαρκ Αιρώ όπως και το σύνολο των υπουργών της κυβέρνησης, αποφασίζουν τη μείωση των μισθών τους κατά 30%, ως απάντηση στις υποσχέσεις που είχαν κάνει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Παρομοίως, υπογράφουν μια "κάρτα δεοντολογίας", που τους απαγορεύει την ταυτόχρονη διατήρηση αξιωμάτων. Υποχρεούνται επίσης να "προφυλαχθούν από οποιαδήποτε μορφή συμφεροντολογίας"[73].
Το ξεκίνημα της θητείας του σημαδεύεται κυρίως από μια επιμήκυνση της περιόδου κατά την οποία οι άστεγοι στεγάζονται την περίοδο του χειμώνα λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών[74], την ανατίμηση κατά 25% του μπάτζετ για την επιστροφή στα σχολεία για το 2012[75] ή ακόμη μια επιστροφή της συνταξιοδότησης στα 60 έτη γι' αυτούς που ξεκίνησαν να εργάζονται σε ηλικία 18 ή 19 ετών[76].
Την ημέρα που αναλαμβάνει κι επίσημα τα νέα του καθήκοντα, πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό πηγαίνοντας στο Βερολίνο για να συναντήσει τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ[77]. Στις 18 Μαΐου, ταξιδεύει στην Ουάσινγκτον για διμερείς συνομιλίες με τον Μπαράκ Ομπάμα, τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθούν οι δύο άνδρες είναι κυρίως η οικονομική κρίση στην ευρωζώνη και η αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν[78]. Ο Φρανσουά Ολλάντ συμμετέχει την επομένη στη σύνοδο κορυφής του G8 στο Καμπ Ντέιβιντ[79], και στη συνέχεια συμμετέχει στην 25η σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Σικάγο[80] στις 20 και 21 Μαΐου[81].
Η προεκλογική του υπόσχεση στην αποχώρηση όλων των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν περιορίζεται τελικά στα "μάχιμα στρατεύματα", 2.000 στρατιώτες[82]. Έτσι, λοιπόν, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012, θα παραμείνουν σε αφγανικό έδαφος περισσότεροι από 1400 στρατιώτες[83] πάντα υπό τις διαταγές της ISAF και της οποίας η ακριβής αποστολή παραμένει αρκετά "θολή"[84][85]. Στις 25 Μαΐου 2012, μεταβαίνει στην Καμπούλ με στόχο να παρουσιάσει το σχέδιο αποχώρησής του στις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονται εκεί[86].
Στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (γαλ: Sciences-Po), αρραβωνιάζεται με την Ντομινίκ Ρομπέρ[87], ανιψιά του Λουί Μεξαντώ, βουλευτή του Καλβαντός, στενού φίλου του Φρανσουά Μιτεράν, με τον οποίο έρχεται κοντά[26]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, γνωρίζεται με τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ στη διάρκεια μιας βραδιάς της ENA (επίσης της προαγωγής Voltaire). Συνδέεται μαζί της μέσω μιας πρακτικής που πραγματοποιείται σε μια συνοικία HLM των προαστίων, τη «La Noé», στο Σαντλού-λε-Βιν[26]. Το ζεύγος Ρουαγιάλ-Ολλάντ, μη παντρεμένο, αποκτά τέσσερα παιδιά: τον Τομάς (1984), την Κλεμάνς (1986), τον Ζουλιάν (1987) και τη Φλορά (1992). Ο χωρισμός τους ανακοινώνεται το βράδυ του δεύτερου γύρου των εκλογών του 2007[88]. Επισημοποιεί τότε τη σχέση του με τη δημοσιογράφο Βαλερί Τριερβάιλερ[89][90], που ήταν η σύντροφός του από το 2006[91]. Αυτή η σχέση είχε παραμείνει κρυφή στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της Σεγκολέν Ρουαγιάλ[92][93].
Τον Ιανουάριο του 2014 η γαλλική έκδοση του σκανδαλοθηρικού περιοδικού Closer δημοσίευσε φωτογραφικό αφιέρωμα σχετικά με πιθανολογούμενη κρυφή σχέση του Φρανσουά Ολλάντ με τη Γαλλίδα ηθοποιό Ζιλύ Γκαγιέ.[94] Το δημοσίευμα προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο. Από την πλευρά του Ολλάντ εκφράστηκε οργή για «παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής» και απείλησε με αγωγές κατά του περιοδικού. Η ίδια η Γκαγιέ είχε ήδη υποβάλει καταγγελία, από τον Μάρτιο του 2013, στην εισαγγελία του Παρισιού κατά παντός υπευθύνου για τη διάδοση φήμης σχετικά με σχέση της με τον Γάλλο πρόεδρο.[95] Μετά τις νομικές απειλές, το περιοδικό ανακοίνωσε πως θα προχωρήσει σε απόσυρση του δημοσιεύματος από την ηλεκτρονική του έκδοση.[96] Ωστόσο, τις επόμενες ημέρες και ενώ τα σχετικά δημοσιεύματα γύρω από την προσωπική ζωή του Ολλάντ συνεχίζονταν, με δήλωσή του στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ολλάντ ανακοίνωσε τον τερματισμό της σχέσης του με την Τριερβελέρ.[97]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.