Φωνητικές χορδές
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι φωνητικές χορδές είναι πτυχές ιστού οι οποίες βρίσκονται στο λαιμό και έχουν ρόλο κλειδί στην παραγωγή ήχων που οδηγούν στην ομιλία. Είναι δύο πτυχές προς τα έσω της βλενογόνου μεμβράνης που εκτείνονται οριζόντια, από πίσω προς τα εμπρός, στον λάρυγγα. Οι φωνητικές χορδές είναι ανοικτές κατά την αναπνοή, αλλά στην ομιλία και στο τραγούδι συγκλείνουν και πάλλονται και ελέγχουν τη ροή αέρα που αποβάλλεται από τους πνεύμονες κατά την παραγωγή της φωνής. Ελέγχονται από το παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο, παρακλάδι του πνευμονογαστρικού νεύρου.[1]
Το μήκος των φωνητικών χορδών κατά τη γέννηση είναι περίπου έξι με οχτώ χιλιοστά και φτάνουν στο μήκος ενηλικίωσης των οχτώ με δεκαέξι χιλιοστών στην εφηβεία. Η τεστοστερόνη, ένα ανδρογόνο το οποίο εκκρίνεται από τις γονάδες, προκαλεί μη αναστρέψιμες αλλαγές στους χόνδρους και τους μύες του λάρυγγα σε μεγάλες συγκεντρώσεις, όπως κατά την εφηβεία ενός αγοριού, με αποτέλεσμα να μακραίνουν και να γίνονται πιο στρογγυλές.