Χορδόφωνο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην επιστήμη της μουσικολογίας και ειδικότερα στον κλάδο της οργανολογίας ο όρος χορδόφωνο χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκείνα τα μουσικά όργανα τα οποία φέρουν χορδές υπό τάση, μεταξύ δύο σταθερών σημείων. Η ηχοπαραγωγή αυτών των οργάνων οφείλεται στην ταλάντωση της χορδής, η οποία αποδίδει συγκεκριμένο τονικό ύψος, ο ήχος του οποίου μεγεθύνεται με τη βοήθεια ενός αντηχείου, το λεγόμενο σώμα ή σκάφος του οργάνου. Απαραίτητος συνδετικός κρίκος μεταξύ της χορδής και του σκάφους είναι η λεγόμενη γέφυρα ή καβαλάρης, διαμέσου της οποίας μεταδίδονται οι δονήσεις της χορδής στο σκάφος.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |