Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση

διαίρεση του Ελληνο-Ρωμαϊκού κόσμου σε ανατολικά Βυζαντινά και δυτικά Λατινικά μέρη From Wikipedia, the free encyclopedia

Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση
Remove ads

Οι όροι «Βυζαντινή Ανατολή» και «Λατινική Δύση» χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν τα δύο μέρη του ελληνορωμαϊκού κόσμου και της μεσαιωνικής χριστιανοσύνης , συγκεκριμένα τις ανατολικές περιοχές όπου η ελληνική ήταν η κοινή γλώσσα (Ελλάδα, Ανατολία, νότια Βαλκάνια, Λεβάντε και Αίγυπτος) και τα δυτικά μέρη όπου τα λατινικά έπαιζαν αυτόν τον ρόλο (Ιταλία, Γαλατία, Ισπανία, Βόρεια Αφρική, βόρεια Βαλκάνια, εδάφη στην Κεντρική Ευρώπη και Βρετανικά Νησιά).

Thumb
Η ενιαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 330. Με μπλε οι ανατολικές (ελληνόφωνες) περιοχές και με κόκκινο οι δυτικές (λατινόφωνες) περιοχές

Τα ελληνικά είχαν εξαπλωθεί ως αποτέλεσμα του προηγούμενου εξελληνισμού, ενώ τα λατινικά ήταν η επίσημη διοικητική γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους, ωθώντας τον εκρωμαϊσμό. Στην ανατολή, όπου και οι δύο γλώσσες συνυπήρχαν εντός της ρωμαϊκής διοίκησης για αρκετούς αιώνες, η χρήση των λατινικών τελικά μειώθηκε, καθώς ο ρόλος των ελληνικών ενισχύθηκε περαιτέρω από τις διοικητικές αλλαγές στη δομή της αυτοκρατορίας μεταξύ του 3ου και του 7ου αιώνα, οι οποίες οδήγησαν στη διάσπαση μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην κατάρρευση της δεύτερης και στις αποτυχημένες προσπάθειες αποκατάστασης της ενότητας από την πρώτη. Αυτό το ελληνολατινικό χάσμα συνεχίστηκε με το Σχίσμα Ανατολής-Δύσης του χριστιανικού κόσμου κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα.

Remove ads

Διαφορετικοί δρόμοι

Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας[1].

Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας", μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα "Βυζάντιο", συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[2] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης[3]. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας[4].

Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη[5], τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές[6]. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.

Ο όρος Μεσαίωνας, που "επινοήθηκε για να στιγματίσει μια χιλιετία πνευματικής καθυστέρησης και κοινωνικής αδικίας, όπως τη θεωρούσαν κάποτε οι ιστορικοί" της Αναγέννησης[7], ξεκινά, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, από το έτος 476 μ.Χ., έτος κατάρρευσης της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας λόγω της επικράτησης των γερμανικών φύλων[8] και φτάνει μέχρι την ιταλική Αναγέννηση, τον 15ο αιώνα[7].

Σ' αυτή την υπερχιλιόχρονη πορεία, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο:

Remove ads

Γλωσσική αποξένωση

Στον τομέα της γλώσσας, αν και από τον 2ο π.Χ. αιώνα, η χρήση της ελληνικής είναι διαδεδομένη ακόμα και στη Ρώμη[9], που είναι διαποτισμένη από τον ελληνιστικό πολιτισμό[10] με αποτέλεσμα ο μορφωμένος Ρωμαίος να είναι δίγλωσσος[11], εν τούτοις, στα τέλη του 2ου αιώνα η Δύση είχε εκρωμαϊστεί σε σημαντικό βαθμό και η γλώσσα της περιοχής του Λατίου έγινε σταδιακά η γλώσσα της Δύσης[12]. Η Λατινική υιοθετήθηκε ακόμη και από τις κατώτερες τάξεις, ενώ τα στρατεύματα που στάθμευαν σε μεγάλο αριθμό στην κεντρική Ευρώπη υπήρξαν δυναμικοί παράγοντες εκλατινισμού, δεδομένου ότι αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του στρατού, αλλά και η κοινή γλώσσα συνεννόησης των ετερόγλωσσων στρατιωτών[13].

Στην Ανατολή, την ίδια εποχή, η ελληνική είχε το καθεστώς επίσημης γλώσσας και η Ρώμη αποδέχθηκε ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσει να επιβάλει εκεί τη λατινική. Έτσι, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να μάθουν τη λατινική γλώσσα, ενώ, σπάνια επιδίωκαν να κατακτήσουν κάποια παιδεία διαφορετική από την ελληνική, γιατί θεωρούσαν τη δική τους πολύ ανώτερη από τη λατινική[14].

Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους αρχίζει να μεγαλώνει με την κρίση του ρωμαϊκού κόσμου κατά τον 3ο αιώνα. Πολύ πριν από την πτώση της Ρώμης, τόσο το εμπόριο όσο και οι πόλεις βρίσκονταν σε μια πορεία παρακμής. Οι βαρβαρικές επιδρομές σαρώνουν την αντίσταση των ακραίων φρουρών, καταπατούν τα δυτικά αυτοκρατορικά εδάφη και ανατρέπουν στο πέρασμά τους κάθε οργανωμένη και συγκροτημένη ζωή. Στις πόλεις, η αποδιοργάνωση, η ερήμωση και η φτώχεια προκαλούν χάος, ενώ ο πολιτισμός και η κουλτούρα διατηρούν μια αβέβαιη ύπαρξη[15].

Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, το ναυάγιο της ελληνικής γλώσσας στη Δύση είναι γεγονός[16]: οι δύο πλευρές της αυτοκρατορίας δεν κατανοούν, ούτε διαβάζουν η μία την άλλη, παρά μέσω διερμηνέων και μεταφράσεων[17]. Ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ήταν σπάνιο να βρεθεί καθηγητής ικανός να διδάξει σωστά την ελληνική, ενώ από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα, η Δύση έχασε κάθε επαφή με την ελληνική σκέψη, μέσα από τα πρωτότυπα κείμενα[16]

Remove ads

Ο Αυγουστίνος και η "μετανάστευση των λαών"

Σ' αυτήν την ταραγμένη περίοδο, της "μετανάστευσης των λαών" όπως ονομάζεται, εμφανίζεται ο ιερός Αυγουστίνος (354-430). Οι κατηγορηματικές επισημάνσεις διαπρεπών στοχαστών απηχούν έναν κοινό τόπο της έρευνας, ότι δηλαδή ο Αυγουστίνος και η φραγκική επικυριαρχία στη Δύση είναι το προσωπικό και το ιστορικό γεγονός που καθιστούν τον 5ο αιώνα αποφασιστική τομή στην πορεία του δυτικού πολιτισμού[18]. Το έργο του Αυγουστίνου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στην προσωπική του περίπτωση φαίνεται καθαρά πια η διαφοροποίηση ανάμεσα στην ελληνική Ανατολή και στη λατινική Δύση[19].

Ο ίδιος ο Αυγουστίνος, έζησε σε μια εποχή που λίγοι μόνο δυτικοί θεολόγοι γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και τα έργα των σημαντικών Ελλήνων Πατέρων του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα ήταν ελλιπέστατα γνωστά στον λατινικό κόσμο[20]. Ο Αυγουστίνος, που επίσης αγνοούσε τα κείμενα των ελληνόφωνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, αφού ούτε μιλούσε, ούτε διάβαζε ελληνικά, είχε καθολική αναγνώριση στη Δύση, για το λαμπρό παράδειγμα της μετάνοιας και μεταστροφής του στον Χριστιανισμό[21] (από τον Μανιχαϊσμό) καθώς και για τον όγκο των κειμένων που έγραψε.

Καθοριστική στιγμή για την πορεία της Δυτικής θρησκευτικής αλλά και φιλοσοφικής σκέψης αποτέλεσε το έργο του ιερού Αυγουστίνου "Περί της Πολιτείας του Θεού" (De civitate Dei), η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση για την κατανόηση της ιστορίας[22]. Είναι η περίοδος που οι γερμανοί Γότθοι, υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Αλαρίχου, οδηγήθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου περιπλάνηση λεηλασίας σε διάφορες περιοχές της Βαλκανικής και της Ιταλίας με αποκορύφωμα την άλωση και της ίδιας της Ρώμης το 410. Η είδηση του γεγονότος της πτώσης της "αιώνιας πόλης" συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρη την οικουμένη και ο Αυγουστίνος εξέφρασε την αντικειμενική ιστορική κρίση την οποία έζησε, με την "Πολιτεία του Θεού", έργο το οποίο κατανοείται ως απάντηση στην πτώση αυτή της Ρώμης[23]. Ο Αυγουστίνος βλέπει την ιστορία ως αέναο αγώνα της πολιτείας του διαβόλου, όλων δηλαδή των δυνάμεων που αντιμάχονται τη θεία βούληση, ενάντια στην πολιτεία του θεού[22], ταυτόχρονα όμως, με την πραγματεία του αυτή ο Αυγουστίνος, είναι αυτός που υποστήριξε περισσότερο την ηγεμονία της καθολικής Εκκλησίας[24].

Remove ads

"Η Πολιτεία του θεού"

Ο ρόλος του έργου του Αυγουστίνου αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός εξαιτίας της εισβολής των βόρειων φύλων και της ταυτόχρονης κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που, σύμφωνα με τον Ράνσιμαν, άφησε ένα τεράστιο κενό, το οποίο ανέλαβε να καλύψει αποκλειστικά η Εκκλησία ως εκφραστής και θεματοφύλακας όχι μόνο των ρωμαϊκών παραδόσεων και του ρωμαϊκού δικαίου, σε αντίθεση προς τα έθιμα που έφεραν οι νέοι, "βάρβαροι" εξουσιαστές, αλλά και της μαθήσεως και της παιδείας[25]. Μέσα στο απερίγραπτο χάος οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι προσκλήθηκαν συχνά ν' αναλάβουν τη διοίκηση πόλεων ή και ολόκληρων περιοχών[26] βασισμένοι πάνω στη γερή θεωρητική θεμελίωση του έργου του Αυγουστίνου[27].

Για αιώνες, έξω από τις τάξεις του κλήρου, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εγγράμματοι, ενώ όλοι οι νομικοί και οι γραμματείς των κοσμικών ηγεμόνων ήταν κληρικοί. Όλα έτειναν να δώσουν στη ρωμαϊκή εκκλησία μια νομική υπόσταση. Η παπική πρωτοσυγκελλία ήταν αναγκασμένη να είναι πάντοτε επανδρωμένη με μορφωμένους νομικούς, που οι τάσεις τους άρχισαν να κυριαρχούν στη θεολογία. Οι Ρωμαίοι θεολόγοι προτιμούσαν τους σαφείς ορισμούς και η θεολογία έτεινε σε μια συστηματοποιημένη φιλοσοφία[28].

Μεγάλη ήταν η συμβολή του Αυγουστίνου στην πορεία αυτή, καθώς αγνοώντας τα ελληνικά κείμενα των θεολογικών ζυμώσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, προσάρμοσε τη χριστιανική του διδασκαλία σε πιο απλουστευτικά σχήματα της νομικής σκέψης[29], ίσως και λόγω της αναγκαιότητας να επιβληθεί η εκκλησιαστική αυθεντία στο νέο πνευματικό περιβάλλον των "βαρβάρων", που στο μεταξύ ασπάζονταν τον χριστιανισμό[30].

Επιπλέον, ίσως και λόγω κάποιων νεοπλατωνικών επιρροών για τα χαρακτηριστικά των οποίων οι μελετητές εκφράζουν διαφορετικές απόψεις[31], ο Αυγουστίνος κάνει μια στροφή προς τον ψυχολογισμό, τον υποκειμενισμό[32] και την ενδοσκόπηση[33], αποτέλεσμα, ίσως, της ιστορικής απογοήτευσης του ανθρώπου του 5ου αιώνα στη Δύση, που βιώνει την παρακμή του πολιτισμού και ζητά καταφύγιο στην εσωστρέφεια[34].

Αυτή η διαφορετική κατεύθυνση της θεολογίας σε σχέση με την Ανατολή, είχε ως θετικό αποτέλεσμα, την έμφαση που δόθηκε στην εσωτερικότητα του ανθρώπου[35], ενώ έστρεψε την προσοχή της επιστήμης στον ψυχολογικό παράγοντα του θρησκευτικού φαινομένου[36]. Εν τούτοις, η θεολογία αυτή, χωρίς αναφορές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, περιορίζει την πίστη σε μια εσωτερική υπόθεση, που για την Ανατολή αρχίζει μεν με την ψυχή, αλλά δεν τελειώνει εκεί και ακτινώνεται στο φυσικό και ιστορικό περίγυρο του ανθρώπου[32].

Σημαντική, επίσης, διαφοροποίηση, απετέλεσε η έμφαση που έδωσε ο Αυγουστίνος στην ουσία του τριαδικού Θεού, σε σχέση με το πρόσωπο ή την υπόσταση[37]. Η δυτική Ουσιοκρατία σε σχέση με την ανατολική Προσωποκρατία, προκρίνει την ενότητα του τριαδικού Θεού αντί να δώσει έμφαση στις υποστάσεις[38] και στην ετερότητά τους όπως γινόταν στην ανατολή[39]. Αυτή η διαφοροποίηση, πράγματι, προετοίμασε τη θεωρητική κατοχύρωση της διδασκαλίας του Filioque[40]. Τελικά, η θεολογία του Αυγουστίνου θα οδηγούσε αργότερα σε εντάσεις και παρεξηγήσεις ανάμεσα σε ανατολή και δύση.

Είναι πάντως βέβαιο ότι, ο Αυγουστίνος επέδρασε και επί της μετέπειτα σχολαστικής θεολογίας, καθώς και επί των σημερινών ρευμάτων της μεταφυσικής ηθικής, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας της θρησκείας[41].

Remove ads

Ανταγωνισμός

Ύστερα από εξήντα περίπου χρόνια, μετά τον θάνατο του Αυγουστίνου, το 492 φαίνεται πως για πρώτη φορά ο Πάπας Γελάσιος Α΄ αποφαίνεται επίσημα για την προτεραιότητα και την ανωτερότητα της εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι στην πολιτική[42]. Το όραμα για την ίδρυση ενός κραταιού κράτους, όπου η αυτοκρατορική εξουσία θα είναι υποτελής αναζητά κάποια δύναμη, που κατ' αρχήν θα έθετε τα θεμέλια και την υπόσταση του κράτους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση βρέθηκαν οι Φράγκοι, που κι αυτοί με τη σειρά τους είχαν παρόμοια οράματα[43].

Remove ads

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Loading related searches...

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads