From Wikipedia, the free encyclopedia
Γελεκτσήδες ονομάστηκαν οι Μεσολογγίτες έφηβοι, 90 περίπου στον αριθμό, που πρόσφεραν πολλά στις πολιορκίες και την Έξοδο του Μεσολογγίου. Πήραν το όνομά τους από το γιλέκο που φορούσαν για να μην τους βαραίνει η κάπα.[1][2][3]
Συμμετείχαν στον πόλεμο με τους εξής τρόπους:
Τα παιδιά συμμετείχαν δυναμικά στην άμυνα του Μεσολογγίου. Χτυπούσαν με πέτρες τους Τούρκους καθώς αυτοί πλησίαζαν στους προμαχώνες κάνοντας γιουρούσι.[7][8][9][10]
Οργανωτικός νους του πετροπόλεμου ήταν ο Γιώργος Μπούλαλας. Κάλεσε τα παιδιά στην αγορά και τα παρότρυνε να πολεμήσουν τον εχθρό έχοντας ως όπλα τα χέρια τους και πολεμοφόδια τις πέτρες.[13] Αν και ο ίδιος έχασε τη ζωή του από εχθρική βολή, τα παιδιά συνέχισαν τον πετροπόλεμο τιμώντας τη μνήμη του αρχηγού τους. Κειτόταν κοντά στον πατέρα του στα "Μνήματα ".[13]
Το βράδυ της πρώτης μέρας της πολιορκίας οι Τούρκοι έκοψαν το νερό στους Μεσολογγίτες, χαλώντας τον αγωγό του υδραγωγείου, που βρισκόταν έξω από το Φρούριο. Στην πόλη χρειάζονταν νερό καθαρό για τους λαβωμένους, γιατί αυτό που έβγαζαν από τα πρόχειρα πηγάδια, που άνοιξαν, ήταν αρμυρόγλυφο και δεν πινόταν. Έπρεπε, λοιπόν, να πάνε κάποιοι με προφύλαξη σε μια γνωστή τους απόμερη πηγή.
Αυτό το εγχείρημα, αρκετά επικίνδυνο, ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας μια μικρή ομάδα παιδιών, ηλικίας από 12 μέχρι 15 χρονών το καθένα. Έφτασαν έρποντας πάνω από την πηγή και σχηματίζοντας αλυσίδα με τα σώματά τους, προμηθεύτηκαν το νερό και γύρισαν στο Φρούριο[1][14].
Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τα παιδιά μάζευαν τα βόλια του εχθρού και τα έδιναν στη Διοίκηση. Τα έχυναν σε ειδικά τήγανα και σχημάτιζαν πυρομαχικά για τη Φρουρά.[15][16] Σε αυτές τις εργασίες τα παιδιά είχαν ως παράδειγμα τον Επίσκοπο Ιωσήφ Ρωγών.[17][18][19] Ως κληρικός, παρηγορούσε τους διωκόμενους από τον εχθρό, περιέθαλπε τους φτωχούς και με τις διδαχές και τα κηρύγματά του διατηρούσε την εθνική συνείδηση των Μεσολογγιτών.[20][21]
Τα μικρότερα παιδιά, όταν ρίχνονταν οι μπόμπες, τις άρπαζαν αστραπιαία και τις πετούσαν πίσω στους εχθρούς ή τις αχρήστευαν βγάζοντας πολύ γρήγορα το φιτίλι, προτού να εκραγούν.[22][23] Μια ομάδα μάλιστα από μικρά παιδιά, επηρεασμένα από τη τελετή ορκωμοσίας του Λόρδου Βύρωνα, που την έδωσε φορώντας την ελληνική φουστανέλα πάνω στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, παρατάχτηκε σε δυο σειρές στη Μεγάλη Ντάπια και ορκίστηκαν, ζωσμένα ξύλινα σπαθιά στη μέση, να υπερασπιστούν μέχρι θανάτου την πατρίδα τους.[24]
Ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων σημειώνει για τα παιδιά:[25][26]
«Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιού τα μάγια με βία, Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία»
και στο Γ΄ Σχεδίασμα:
"Δεν τους βαραίν' ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους..............
κι εμπόδισμα δεν είναι Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν" και πιο κάτω
"Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγιζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο."
Τα πιο μεγάλα παιδιά πολεμούσαν με τ' άρματα δίπλα στους Μεσολογγίτες. Πολλά γλιστρούσαν τις σκοτεινές νύχτες με μονόξυλα πάνω στη Λιμνοθάλασσα και ρίχνονταν στα μικρά εχθρικά πλεούμενα, τα λαντσόνια. Άλλα απ' αυτά τα βούλιαζαν και άλλα τα κυρίευαν. Άλλες φορές έβγαιναν τις νύχτες από το κάστρο και έκαναν "γιουρούσια", μικρές, επιθετικές δηλαδή εφόδους. Η ομάδα διάλεγε νύχτα βροχερή ή με αέρα. Επιστρέφοντας η ομάδα στο κάστρο έφερνε όπλα, λάφυρα, ρούχα και τρόφιμα. Πολλές φορές όμως δεν γύριζαν όλα τα παιδιά της ομάδας.[27][28] Αυτό αποδεικνύει άλλωστε το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι του Μεσολογγίου:[29][30][31]
"Και το γουρούσ' ας κάμωνε, πας και διαβούμε πέρα
Κι εις τρεις κολόνες δυνατές, η αδύνατη στη μέση
και παραπίσω τα παιδιά με τα σπαθιά βγαλμένα.
Να στέκωνται να πολεμούν, να βοηθούν τους άλλους."
Τα πιο μικρόσωμα παιδιά εισχωρούσαν στο εχθρικό στρατόπεδο χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τους Τούρκους και μετέφεραν την εμπιστευτική αλληλογραφία των πολιορκημένων στους έξω καπεταναίους. Ο Κιουταχής τρία από αυτά τα παιδιά - τα ονόματά τους δυστυχώς δεν σώθηκαν - τα κρέμασε στη μέση του στρατοπέδου του.[32]
Ένας από τους Μεσολογγίτες Γελεκτσήδες ήταν ο Γιωργάκης Χρ. Άρτης, ο οποίος μόλις στα δώδεκά του χρόνια σώζει κυριολεκτικά για μια στιγμή την κατάσταση σε κάποια απρόσβατη και αφρούρητη σχεδόν θέση, κατά τον αιφνιδιασμό που έκαναν οι Τουρκαλβανοί.
Στο Μεσολόγγι υπήρχαν πολλές κρυφές πόρτες που, αν τις παραβίαζαν οι Τούρκοι, τα πράγματα θα δυσκόλευαν για την πολιορκημένη πόλη. Βαριά τραυματισμένος ο σκοπός της μυστικής πόρτας πάλευε με το όπλο του να κρατήσει το πόστο του καλώντας συγχρόνως σε βοήθεια. Ένας Τουρκαλβανός είχε σταθεί από πάνω του κι ετοιμαζόταν να τον σκοτώσει και να ανοίξει δρόμο προς το εσωτερικό του Φρουρίου στους υπόλοιπους Τούρκους.
Ο Γιωργάκης άρπαξε το όπλο του πατέρα του και έτρεξε πρώτος απ' όλους να βοηθήσει τον φρουρό. Πυροβόλησε τον Τουρκαλβανό και τον σκότωσε. Οι υπόλοιποι Τούρκοι τότε τράπηκαν σε φυγή ευρισκόμενοι σε σύγχυση.[33][34]
Μετά την πτώση του Βασιλαδιού και του Ντολμά και τη συνθηκολόγηση του Ανατολικού (Αιτωλικού), ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής έστειλαν απεσταλμένους τους για συνομιλίες με τους οπλαρχηγούς της Φρουράς. Η συνάντηση για συνομιλίες έγινε στις 10-11 Μαρτίου σ' ένα σημείο 100 βήματα μακριά από τον προμαχώνα της Κλείσοβας, κάπου στην παλιά τάφρο της πρώτης πολιορκίας. Από την πλευρά των Ελλήνων ήταν ο γερο-Νότης Μπότσαρης, ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Γιουσάκης και ο Γιωργάκης Βαλτινός.[35]
Ο Κασομούλης αναφέρει μια αποτυχημένη απόπειρα ανεφοδιασμού της Κλείσοβας. Ο Γιωργάκης Κ. Βαλτινός με μια ομάδα ορμούν για ανεφοδιασμό του νησιού. Χρειάζονταν μόνο τρεις οργιές για να φτάσουν στο νησί. Εκεί σκοτώθηκε. Ο Κασομούλης το χαρακτηρίζει "αθάνατο παιδί"[36][37][38].
Το Μάρτιο του 1826 οι πολιορκητές του Μεσολογγίου Τουρκοαιγύπτιοι, Κιουταχής και Ιμπραήμ, με γραπτό μήνυμα ζητούν την παράδοση των πολιορκημένων. Οι Τούρκοι αρχίζουν έναν άγριο κανονιοβολισμό εναντίον της Κλείσοβας, προτού επιχειρήσουν την απόβαση απ΄όλες τις μεριές. Οι Έλληνες στρατιωτικοί του Μεσολογγίου συγκεντρώνονται στον Ανεμόμυλο και από τα Καραγγελέικα σπίτια παρατηρούν την Κλείσοβα.
Εκεί, λόγω απουσίας αρχηγού, ετοιμάζεται να μεταβεί ο οπλαρχηγός Κίτσος Τζαβέλας για να διευθύνει τον αγώνα. Όταν όμως ζητάει από τους βαρκάρηδες να τον μεταφέρουν με τους στρατιώτες του εκεί, κανένας δεν φαίνεται πρόθυμος. Την αποστολή αυτή αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο 16χρονος Νταής ή Αναστάσης Βορίλας. Πήρε τους επτά στρατιώτες και τον στρατηγό Κίτσο Τζαβέλα και τους οδήγησε στη βάρκα του. Οι εχθρικές βάρκες πλησίαζαν. Οι Έλληνες αντιπυροβολούσαν κατά των εχθρών. Ο Σπύρος Παπανδρέου, ο γραμματέας του Τζαβέλα, σκοτώνεται δίπλα και ένας ακόμη τραυματίζεται. Ο Νταής όμως δεν χάνει την ψυχραιμία του. Καταφέρνει να φτάσει σώος στην Κλείσοβα.
Οι Μεσολογγίτες παίρνουν θάρρος και σε λίγο και άλλες βάρκες προσπαθούν να διασπάσουν τον κλοιό και να μεταφέρουν νέες ενισχύσεις. Έτσι όταν ο Κιουταχής διέταξε γενική έφοδο, οι αμυνόμενοι κράτησαν γερά την Κλείσοβα.[6][10][37][39][40][41][42][43][44][45]
Ο Πέτρος Γαλιώτος μαζί με τον Ζαφείρη Ράπεση αποφασίζουν να εφοδιάσουν την Κλείσοβα με τροφές και πολεμοφόδια. Δυστυχώς ο Γαλιώτος σκοτώθηκε.[10][38][46][47][48]
Στη μάχη της Κλείσοβας διακρίθηκαν και γυναίκες για τον ηρωισμό τους. Ιδιαίτερα αξίζει να αναφερθεί το όνομα της Μεσολογγίτισσας Τασούλας Γυφτογιάννη[6][49][50], που πολεμούσε ντυμένη αντρικά ρούχα.[31] Τα αντρίκεια ρούχα μαζί με το σελάχι και τα τσαρούχια που φόρεσε κατά την Έξοδο τα φύλαξε κειμήλια και ζήτησε να τη θάψουν μ' αυτά. Κηδεύτηκε με πρωτοφανή συρροή λαού μέσα σε θρηνωδία.[51][52]
Ηρωίδα της Κλείσοβας. Κάτω από το τρομερό σφυροκόπημα των τούρκικων κανονιών βοήθησε στο φόρτωμα των πρυαρίων με πολεμοφόδια και νεροβάρελα για να σταλούν στη μικρή φρουρά της Κλείσοβας.[53] Αναφέρεται και με το όνομα Χρυσηίς Καραγγελέ-Κοντζακάρη ή Μπαγιώργα.[39]
Έχασε τον άντρα της κατά την Έξοδο και, μετά την απελευθέρωση, γύρισε στην πατρίδα από το Ναύπλιο.
Ένας σωματώδης Αιγύπτιος από το στρατόπεδο του Ιμπραήμ έβγαινε με την ανατολή του ηλίου και κάρφωνε επιδεικτικά σε ένα κοντάρι τη σημαία τους ενώ με το σπαθί του έβριζε και απειλούσε. Όλα αυτά συνέβαιναν σε καθημερινή βάση, ώσπου ο δεκαεπτάχρονος Γελεκτσής Μανώλης, αποφασίζει να δώσει ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση. Φτάνει ένα βράδυ με το γιαταγάνι του χωρίς να γίνει αντιληπτός στο στρατόπεδο των εχθρών. Πλησιάζει τη σημαία και περιμένει μέχρι να ξημερώσει έχοντας κρυφτεί καλά πίσω από κάτι δέντρα. Μόλις το χάραμα πρόβαλε, πήδηξε πάνω στον Αιγύπτιο και του άνοιξε το κεφάλι στα δυο με το γιαταγάνι. Ύστερα χωρίς να χάσει χρόνο, επιστρέφει τρέχοντας στο Φρούριο γλιτώνοντας από τις τουφεκιές των Τούρκων.[56][57][58]
Ορφανός, έφηβος Μεσολογγίτης, ο Αντώνης Μπάκας γίνεται ένα με τους άνδρες της Φρουράς και αναγνωρίζεται με το μικρό του όνομα από τους λαγουμιτζήδες. Στις 19 Ιουλίου, στην έφοδο της Φρουράς, άρπαξε δυο τουφέκια από τα χέρια των εχθρών. Στη δεύτερη εξόρμησή του πληγώθηκε και, λίγες μέρες μετά[43], στην κορύφωση της μάχης ένα βόλι τον χτυπά στο στήθος. Τον μεταφέρουν τραυματία στο σπίτι του όπου και ξεψυχάει.[6][59][60][61][62][63][64][65]
Στο Βασιλάδι, νησάκι της λιμνοθάλασσας, ο Σπύρος Παπαλουκάς, γιος του αρχηγού των υπερασπιστών του νησιού, αντιστράτηγου Αναστάσιου Παπαλουκά, πολεμούσε μαζί με τους μεγάλους. Έριξε κατά λάθος ένα κομμάτι αναμμένο δαδί στα βαρέλια με το μπαρούτι και ανατινάχτηκε όλο το οχυρό μαζί με τις τελευταίες ελπίδες της πόλης.[6] Αποτέλεσμα της ανάφλεξης ήταν να σκοτωθούν εννιά από του υπερασπιστές του Βασιλαδίου, να αιχμαλωτιστούν τέσσερις και να πληγωθούν αρκετοί. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Σπύρος Πεταλούδης.[66] Έτσι στις 26 Φλεβάρη κυριεύεται το Βασιλάδι.[67] Η θέση δεν μπορούσε να κρατηθεί χωρίς πυρομαχικά. Οι υπερασπιστές ρίχνοντας την τελική τουφεκιά ήρθαν κολυμπώντας στον Ανεμόμυλο. Χάθηκε έτσι το πέρασμα για τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά.
Ο Σπύρος Παπαλουκάς έζησε ως το 1900 με έντονα τα σημάδια από τη μοιραία έκρηξη.[10][43][68][69][70][71]
Στις 16 Αυγούστου 1825, ο νεαρός πυροβολητής στη ντάπια "Κοτσιούκος" έχασε την ζωή του[72][73]. Στην κηδεία του χοροστάτησε ο Επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών, ο οποίος στον επικήδειο λόγο του μίλησε για τις αρετές του νεαρού και παρακίνησε τους συνομηλίκους του να μιμηθούν τον ηρωισμό του.[74][75][76][77][78][79][80][81][82]
Ο Ζαφείρης Ράπεσης, 16 χρονών, κατάφερε να εφοδιάσει την Κλείσοβα, που χρησίμευε ως σταθμός εισαγόμενων τροφίμων, με τροφές και πολεμοφόδια περνώντας με τη βάρκα του ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε την περιοχή. Η Κλείσοβα υπήρξε κάστρο της πολιορκούμενης πολιτείας. Σ' αυτήν οχυρώθηκαν ονόματα όπως ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Χαράλαμπος Σταύρου, ο Σωτηράκης Σωτηρόπουλος κ.α.[83]
Οι Μεσολογγίτες τον υποδέχτηκαν με ευγνωμοσύνη. Ο Κίτσος Τζαβέλας τον φίλησε ύστερα από την επίτευξη της πολύ κρίσιμης αυτής αποστολής.[2][38][84][85][86][87][88]
Οι υπερασπιστές της Κλείσοβας ήταν από τα ορεινά της Ναυπακτίας, η ομάδα του Κίτσου Τζαβέλα. Ανάμεσά τους ήταν και ένα παιδί δεκαπέντε χρονών που ονομαζόταν "Σφήκας " εξαιτίας της εξυπνάδας του. Ανέβηκε στο πατάρι της εκκλησίας και άνοιξε πολεμίστρα στη στέγη. Ήταν ψυχογιός του αξιωματικού Αποστόλη Νιχωρίτη Καρατζογιάννη κι ανήκε στο σώμα του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου. Αναφέρεται ότι ο μικρός Σφήκας ήταν εκείνος που σκότωσε τον Χουσεΐν Πασά. Οι άνθρωποι του Παναγιώτη Κραβαρίτη υποστήριζαν ότι τον σκότωσαν αυτοί. Πιθανότερη είναι η εκδοχή ότι ο Χουσεΐν έπεσε από συνδυασμένα πυρά των υπερασπιστών της Κλείσοβας.[83][89][90][91][92][93]
Ο δεκαοχτάχρονος Μάνθος Τρικούπης ήταν αδερφός του ιστορικού και πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Ι.Τρικούπη.[10][78]
Ο Μάνθος Τρικούπης κατάφερε να κερδίσει την πρώτη του μάχη στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Εκεί ήταν ηγέτης ενός πλεούμενου. Έχοντας για συντρόφους του το μικρότερο αδερφό του, Θεμιστοκλή, και άλλα παιδιά της ηλικίας του, σκοτώνεται σε μια σύγκρουση του στολίσκου από έξι πάσαρες, με την Τουρκική μοίρα αφού πρώτα κυρίεψαν οι Μεσολογγίτες επτά εχθρικά σκάφη. Ο θάνατός του σημειώθηκε στις 25 Ιουλίου 1825.[94][95][96][97][98]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.