Ελληνικός οίνος

Κρασί από την Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia

Ελληνικός οίνος
Remove ads

Ο ελληνικός οίνος είναι ένα οινοπνευματώδες ποτό, παραγόμενο από τη ζύμωση σταφυλιών ή του χυμού τους (μούστος).[1] Προέρχεται από τις ελληνικές οινοποιήσιμες ποικιλίες σταφυλιών, κάτι το οποίο οδηγεί σε μια ποικιλία στυλ και γεύσεων, από την περίφημη ρετσίνα μέχρι τα σύγχρονα, διεθνώς αναγνωρισμένα κρασιά. Τέτοια είναι το ασύρτικο, το αγιωργίτικο, το ξινόμαυρο και το μοσχοφίλερο.[2][3][4] Η ρετσίνα, ένα μοναδικό λευκό κρασί αρωματισμένο με ρητίνη πεύκου, αποτελεί μέρος μιας ξεχωριστής ελληνικής παράδοσης.[5] Η Ελλάδα, είναι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς οίνου, εξάγοντας 99,7 εκ. ευρώ σε κρασί το 2023,[6][7] και αποτελώντας τον 23ο μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο, ανάμεσα στις 188 χώρες.[8]

Thumb
Η παραδοσιακή ρετσίνα.
Thumb
Αμπελώνας στη Νάουσα της κεντρικής Μακεδονίας
Thumb
Σταφύλια της κατηγορίας μοσχοφίλερο.
Thumb
Δρύινα βαρέλια για την ωρίμανση του οίνου.

Οι ελληνικές οινοποιήσιμες ποικιλίες είναι ένα μεγάλο και ποικίλο σύνολο, με πολλές ερυθρές και λευκές ποικιλίες με μοναδικά χαρακτηριστικά.[9] Συνολικά, υπάρχουν περισσότερες από 300 γηγενείς οινοποιήσιμες ποικιλίες.[5] Μερικές από τις πιο γνωστές ερευθρές ποικιλίες είναι το αγιωργίτικο (η κυρίαρχη ερυθρή ποικιλία στην Ελλάδα, καλλιεργείται ιδιαίτερα στην περιοχή της Νεμέας), η μαυροδάφνη (επίσης πολύ γνωστή, καλλιεργείται κυρίως στην Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Ιονίου), το μαυροτράγανο (καλλιεργείται κυρίως στην Ήπειρο), το λιάτικο (στην Μακεδονία), το κοτσιφάλι (σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας) και η μανδηλαριά (σπάνια ποικιλία, καλλιεργείται στην Κεφαλονιά).[9][10] Μερικές από τις πιο γνωστές λευκές ποικιλίες είναι το ασύρτικο (πολύ γνωστή λευκή ποικιλία, καλλιεργείται κυρίως στις Κυκλάδες), το μοσχάτο (επίσης πολύ γνωστή ποικιλία, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας), το μοσχοφίλερο (καλλιεργείται κυρίως στην Πελοπόννησο), το βιδιανό (στην Κρήτη), η κοκκινομάκρα (στη Θεσσαλία), και η ρομπόλα (σπάνια ποικιλία, στην Κεφαλονιά).[9][10]

Τα κρασιά χωρίζονται σε ερυθρά, λευκά και ροζέ. Τα ερυθρά κρασιά παράγονται από κόκκινες ποικιλίες σταφυλιών, όπου η ζύμωση λαμβάνει χώρα με τα στερεά μέρη των σταφυλιών (φλούδα, σπόροι, και στέλεχος) μέσα στη δεξαμενή, προσδίδοντας στο κρασί το χαρακτηριστικό χρώμα. Η διαδικασία περιλαμβάνει συγκομιδή των σταφυλιών, σύνθλιψη, ζύμωση, ωρίμανση και εμφιάλωση.[11] Το λευκό κρασί παράγεται από την αλκοολική ζύμωση του μούστου, του χυμού από τα σταφύλια, χωρίς τη χρήση των φλοιών τους (τόσο από τις ερυθρές όσο και από τις λευκές ποικιλίες). Αυτό αποτρέπει την απόκτηση ανεπιθύμητου χρώματος και τανινών, οι οποίες προέρχονται από το φλοιό.[12] Το ροζέ κρασί παράγεται με τη χρήση ερυθρών σταφυλιών, αλλά αντί να παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε επαφή με το χυμό για να δώσουν το βαθύ χρώμα, η επαφή τους με τον χυμό περιορίζεται σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποκτηθεί το επιθυμητό ροζ χρώμα.[13]

Τα κρασιά χωρίζονται περαιτέρω σε ξηρά, ημίξερα, ημίγλυκα και γλυκά. Σύμφωνα με τον καν. 607/2009 της Ε.Ε. ο ξηρός οίνος είναι αυτός στον οποίο η περιεκτικότητα σε αζύμωτα σάκχαρα δεν ξεπερνά τα 4 gr/lt, και υπό προϋποθέσεις τα 9 gr/lt (όπου η οξύτητα δεν υπολείπεται περισσότερο από 10 gr/lt της περιεκτικότητας σε σάκχαρα). Ο ημίξερος οίνος είναι αυτός στον οποίο η περιεκτικότητα σε αζύμωτα σάκχαρα δεν ξεπερνά τα 12 gr/lt, και υπό προϋποθέσεις τα 18 gr/lt. Ο ημίγλυκος οίνος είναι αυτός στον οποίο η περιεκτικότητα σε αζύμωτα σάκχαρα δεν ξεπερνά τα 45 gr/lt. Τέλος, ο γλυκός οίνος είναι αυτός στον οποίο η περιεκτικότητα σε σάκχαρα ξεπερνά τα 45 gr/lt.[14]

Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει τέσσερις κατηγορίες κρασιών ως προς την ποιότητά τους.[15] Οι οίνοι που ανήκουν στην Ονομασία Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητος (ΟΠΑΠ) και στην Ελεγχόμενη Ονομασία Προελεύσεως (ΟΠΕ) εντάσσονται σε δύο κύριες κατηγορίες για ποιοτικό κρασί στην Ελλάδα. Περιλαμβάνουν ξηρά και γλυκά κρασιά αντίστοιχα. Σε χαμηλότερο επίπεδο, οι τοπικοί οίνοι και οι επιτραπέζιοι οίνοι καλύπτουν μεγαλύτερες περιοχές και ένα ευρύ φάσμα στυλ κρασιών και ποικιλιών σταφυλιών. Τέλος, υπάρχουν και οι λοιποί τύποι κρασιών.[4][15]

Remove ads

Οινοπαραγωγικές περιοχές

Οι βασικές οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας είναι οι περιοχές της Νάουσας, της Νεμέας, της Μαντινείας, της Σάμου, της Σαντορίνης, της Γουμένισσας, του Αμύνταιου και της Κεφαλονιάς.[4][16] Ακολουθούν οι αμπελώνες της Αττικής, ο ανερχόμενος αμπελώνας της Κρήτης αλλά και ορισμένες υποπεριοχές της Βόρειας Ελλάδας, όπως η Μαρώνεια και η Χαλκιδική.[17]

Thumb
Ελληνικές οινοπαραγωγικές περιοχές με ονομασίες ΟΠΕ (με πράσινο) και ΟΠΑΠ (με κόκκινο).
Remove ads

Ιστορικά στοιχεία

Thumb
Μελανόμορφος αμφορέας που απεικονίζει τον Διόνυσο (τον θεό του τρύγου, του οίνου, του γλεντιού και του θεάτρου) να συνομιλεί με τον Ερμή.
Thumb
Aμπελώνας και οινοποιείο Άρτεμις Καραμολέγκου στη Σαντορίνη.
Thumb
Αμπελώνας και οινοποιείο Αχαϊα Κλάους στην Πάτρα.
Thumb
Οινοτουρισμός.

Η Ελλάδα είναι μια από τις παλαιότερες οινοπαραγωγικές περιοχές στον κόσμο και μία από τις πρώτες οινοπαραγωγικές περιοχές της Ευρώπης. Υπάρχουν στοιχεία παραγωγής οίνου στον ελλαδικό χώρο που χρονολογούνται 6.500 χρόνια πριν.[18] Για χιλιάδες χρόνια ο οίνος που παραγόταν καταναλωνόταν εντός του οίκου ή της κοινότητας.

Κατά την αρχαιότητα, όταν το εμπόριο οίνου άκμασε, το ελληνικό κρασί εξαγόταν σε όλες τις ακτές της Μεσογείου. Τότε ειδικά, το κόκκινο κρασί συνδέθηκε ουσιαστικά με τον πολιτισμό (π.χ. με τα ελληνικά συμπόσια) ενώ πολλά πράγματα που αφορούσαν το κρασί, ακόμη και σήμερα, καθιερώθηκαν: ονομασίες προέλευσης, τοπωνύμια, επιλεγμένοι αμπελώνες, όροι που αφορούν το κρασί, γευσιγνωσία, σομελιέ ως επάγγελμα, υπεύθυνη κατανάλωση κ.λπ.[19]

Υπό την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το ελληνικό κρασί είχε αρκετά υψηλό κύρος στην Ιταλία. Κατά την μεσαιωνική εποχή, τα κρασιά που εξήγαγε η Κρήτη, η Μονεμβασιά και άλλα ελληνικά λιμάνια πωλούνταν σε υψηλές τιμές στην βόρεια Ευρώπη.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο και μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι μέθοδοι οινοποίησης αναπτύσσονταν ολοένα και περισσότερο. Το κρασί διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο και στον χριστιανισμό, με τα μοναστήρια να εισέρχονται δυναμικά στον χώρο του κρασιού. Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην Ελλάδα (νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους, Κρήτη, Πελοπόννησο) βλέπουμε το πιο διάσημο και ίσως ιστορικά περιζήτητο κρασί, την ποικιλία μονεμβασιά (κρασί Μαλβάζια).[19]

Κατά την Οθωμανική περίοδο (1453-1821) οι Τούρκοι δεν παρενέβησαν στην ελληνική αμπελουργία και την παραγωγή κρασιού, την οποία ενθάρρυναν για λόγους που σχετίζονταν με την είσπραξη φόρων, προσφέροντας προνόμια. Μετά την ελληνική επανάσταση, η οποία δεν ωφέλησε τον ελληνικό αμπελώνα, η εγκαθίδρυση της ελληνικής κυβέρνησης συνέπεσε με προσπάθειες ανασύστασης της αμπελουργίας και της παραγωγής κρασιού, οι οποίες απέδωσαν σταδιακά, αλλά μακροπρόθεσμα. Μετά το 1850 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλα οινοποιεία (Achaia Clauss, Cambas) και οι πρώτοι Έλληνες οινολόγοι με ευρωπαϊκά διπλώματα. Λόγω της φυλλοξήρας, οι εξαγωγές περιορίστηκαν στο ελληνικό κόκκινο κρασί, γνωστό ως μαυροδάφνη, και στα ελληνικά λευκά κρασιά της Σάμου, ενώ τα νησιά διατήρησαν πολλές γηγενείς ποικιλίες σταφυλιών απρόσβλητων στη φυλλοξήρα.[19]

Στο τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα ξεκινά η σύγχρονη εποχή του ελληνικού κρασιού. Το 1971 τα ελληνικά κρασιά κατηγοριοποιήθηκαν για πρώτη φορά με βάση την ονομασία προέλευσης, μια διαδικασία που εξακολουθεί να ενημερώνεται. Τις τελευταίες δεκαετίες έλαβε χώρα η αναγέννηση του νεοελληνικού οίνου και άρχισε να αναπτύσσεται ο ελληνικός οινοτουρισμός. Η ιστορία του ελληνικού κρασιού, καθώς και η γευσιγνωσία του ελληνικού κρασιού, συνεχίζεται με τον καλύτερο δυνατό και πιο σύγχρονο τρόπο, στα ίδια εδάφη που φιλοξενούν έναν από τους πιο ιστορικούς ελληνικούς αμπελώνες του κόσμου εδώ και χιλιάδες χρόνια.[19]

Remove ads

Ποικιλίες

Thumb
Ελληνικό κόκκινο κρασί από την περιοχή της Νεμέας φτιαγμένο από την ποικιλία αγιωργίτικο.
Thumb
Σταφύλια της κατηγορίας αγιωργίτικο.

Κάποιες από τις ερυθρές οινοποιήσιμες ποικιλίες που δίνουν τα πιο γνωστά ερυθρά κρασιά είναι[17][16]:

  • Αγιωργίτικο: είναι μια ποικιλία που προέρχεται από τη Νεμέα και καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή της Πελοποννήσου, παράγοντας ένα απαλό, φρουτώδες κόκκινο χρώμα σε πολλά στυλ. Η ποικιλία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ευρύ φάσμα τύπων και στυλ κρασιών, όπως ροζέ, ερυθρά ξηρά έως ερυθρά γλυκά. Τα πιο χαρακτηριστικά βέβαια είναι τα ερυθρά.[20]
  • Ξινόμαυρο: είναι η κυρίαρχη ποικιλία σταφυλιού στη Μακεδονία, με κέντρο την πόλη της Νάουσας. Αυτή η ποικιλία έχει μεγάλο δυναμικό παλαίωσης με μια γεύση που θυμίζει ντομάτα και ελιά, και πλούσιο ταννικό χαρακτήρα.[21]
  • Κοτσιφάλι: είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται κυρίως στην Κρήτη.[22]
  • Μανδηλαριά: γνωστό και ως αμοργιανό, παριανό κ.α. καλλιεργείται κυρίως στα νησιά της Ρόδου και της Κρήτης. Το κρασί από αυτό το σταφύλι περιέχει πολλές τανίνες και γι' αυτό τον λόγο συχνά αναμειγνύεται με άλλα σταφύλια για να μαλακώσει την αίσθηση στο στόμα.[23]
  • Μαυροδάφνη: είναι μια ποικιλία που φύεται στην Πελοπόννησο και στα Ιόνια νησιά. Ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα προϊόντα του ελληνικού αμπελώνα. Η πρώτη γλυκιά μαυροδάφνη οινοποιήθηκε πριν από 150 χρόνια.[24]
  • Μαυροτράγανο: είναι μια από τις παλαιότερες ερυθρές ελληνικές ποικιλίες που προέρχεται από τις Κυκλάδες και πιο συγκεκριμένα από την ηφαιστειακή περιοχή της Σαντορίνης. Επιβίωσε για αιώνες στα σκληρά και αφιλόξενα εδάφη της και παραλίγο να εξαφανιστεί, λόγω της ειδικής μεταχείρισης που χρειάζεται κατά την καλλιέργειά της.[25]
  • Μαυρούδι: είναι μια από τις παλαιότερες ελληνικές ποικιλίες σταφυλιού και φέρεται να είναι αυτή με την οποία ο Οδυσσέας μέθυσε τον Πολύφημο. Απαντάται στη Θράκη αλλά και στην κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, αλλά το μαυρούδι της Πελοποννήσου θεωρείται παραλλαγή του αγιωργίτικου και δεν πρέπει να συγχέεται με το μαυρούδι της Θράκης. Επίσης, μελέτες έχουν δείξει ότι διαφέρει από το μαυρούδι της Κύπρου και το μαυρούδι της Βουλγαρίας.[26][27]
  • Λιάτικο: είναι μια ερυθρή ποικιλία που προέρχεται από την Κρήτη. Χαρακτηρίζεται από γεύσεις κόκκινων φρούτων και μπαχαρικών και θεωρείται ότι βρίσκεται στο απόγειό της όταν παρασκευάζεται ως γλυκό κρασί. Ιστορικά, το σταφύλι χρησιμοποιήθηκε σε μείγματα με μανδηλαριά και κοτσιφάλι για την παραγωγή της Μαλβάζιας, ενός ιδιαίτερα σεβαστού, γλυκού κόκκινου κρασιού που εξήχθη ευρέως από τους Βενετούς εμπόρους κατά τον Μεσαίωνα.[28]
  • Λημνιό: ή καλαμπάκι, είναι μια σημαντική ερυθρή ποικιλία σταφυλιού που είναι ιθαγενής στο νησί της Λήμνου στο Αιγαίο και χρησιμοποιείται στην παραγωγή ερυθρών κρασιών για περισσότερα από 2000 χρόνια. Ως ποικιλιακό κρασί, το λημνιό έχει πλούσιο σώμα, υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και είναι πολύ ποώδες, με χαρακτηριστική γεύση φύλλων δάφνης.[29]
  • Νεγκόσκα: βρίσκεται στη Βόρεια Ελλάδα και παράγει επίσης ροζέ και ερυθρά κρασιά ανθρακικής εκχύλισης που αξίζει να αναφερθούν, με τα αναμενόμενα αρώματα που αναμειγνύονται με το κρασί ΠΟΠ Γουμένισσα.[30]
  • Ρωμέικο: είναι μια ερυθρή ποικιλία που συναντάται γενικά στην Κρήτη, με πιο εμφανή την περιοχή των Χανίων.[31]
Thumb
Ελληνικό λευκό κρασί από το νησί της Σαντορίνης φτιαγμένο από τις ποικιλίες ασύρτικο 75% και αθήρι 25%.
Thumb
Σταφύλι της ποικιλίας ασύρτικο.

Κάποιες από τις λευκές οινοποιήσιμες ποικιλίες που δίνουν τα πιο γνωστά λευκά κρασιά είναι[17][16]:

  • Αθήρι: είναι μια ποικιλία χαμηλότερης οξύτητας και μία από τις αρχαιότερες. Με καταγωγή από τη Σαντορίνη, τώρα φυτεύεται στη Μακεδονία, την Αττική και τη Ρόδο.[32]
  • Αηδάνι: είναι μια λευκή ποικιλία που καλλιεργείται στη Σαντορίνη. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή ξηρών και επιδόρπιων κρασιών.[33]
  • Ασύρτικο: είναι μια ποικιλία πολλαπλών χρήσεων που διατηρεί την οξύτητά της καθώς ωριμάζει. Έχει παρόμοιο χαρακτήρα με το Riesling και είναι μια γηγενής ποικιλία του νησιού της Σαντορίνης, της οποίας τα παλιά αμπέλια ήταν ανθεκτικά στη φυλλοξήρα.[34]
  • Βηλάνα: είναι μια ποικιλία η οποία καλλιεργείται στην Κρήτη. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή ξηρών λευκών κρασιών.[35]
  • Βιδιανό: είναι μια λευκή ποικιλία που προέρχεται από την Κρήτη. Έχει σύνθετα αρώματα ροδάκινου, βερίκοκου, πεπονιού, μελιού και βοτάνων, μαζί με μέτρια οξύτητα. Το σταφύλι είναι δύσκολο στην καλλιέργεια και καλλιεργείται σε μικρή κλίμακα, κυρίως γύρω από το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο.[36]
  • Δαφνί: είναι μια ποικιλία που συναντάται στην περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης.[37] Είναι μια σπάνια ποικιλία που ήταν υπό εξαφάνιση, αλλά τελικά κατάφερε να διασωθεί.[38]
  • Λαγόρθι: είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται κυρίως σε ψηλές πλαγιές (850 μέτρα) στην Πελοπόννησο. Το σταφύλι παράγει ένα πολύ μηλικό και φρουτώδες κρασί.[39]
  • Μαλαγουζιά: είναι ένα σταφύλι που καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία, με ένα ιδιαίτερο άρωμα που οδηγεί σε κομψά κρασιά με πλούσιο σώμα, με μέτρια προς υψηλή οξύτητα και συναρπαστικά αρώματα.[40]
  • Μονεμβασιά: είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται στην Πάρο αλλά και στην γεννέτηρα της την Λακωνία. Είναι η μόνη λευκή ποικιλία της Ελλάδας που συμμετέχει σε λευκά, σε ερυθρά και σε γλυκά κρασιά.[41][42]
  • Μοσχάτο: θεωρείται από τις παλαιότερες ποικιλίες σε όλο τον κόσμο.[43] Στην Ελλάδα κυρίως καλλιεργούνται δύο ποικιλίες, το μοσχάτο άσπρο[44] και το μοσχάτο Αλεξανδρείας.[45] Υπάρχουν επίσης οι ποικιλίες μοσχάτο Ρίου, Σάμου και Σπίνας.[46]
  • Μοσχοφίλερο: είναι μια ερυθρωπή ποικιλία από την περιοχή της Μαντίνειας, στην Αρκαδία της Πελοποννήσου. Τα κρασιά της προσφέρουν έναν τραγανό και λουλουδάτο χαρακτήρα τόσο σε ήρεμα όσο και σε αφρώδη στυλ.[47]
  • Ντεμπίνα: είναι μια λευκή ελληνική ποικιλία που καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή της Ζίτσας στην Ηπείρο. Η υψηλή οξύτητα του σταφυλιού προσφέρεται για την παραγωγή αφρώδους οίνου.[48]
  • Ροδίτης: είναι μια ποικιλία που είναι πολύ δημοφιλής στην Αττική, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο. Αυτή η ποικιλία παράγει κομψά, ελαφριά λευκά κρασιά με αρώματα εσπεριδοειδών.[49]
  • Ρομπόλα: καλλιεργείται κυρίως στους ορεινούς αμπελώνες του Ιονίου νησιού της Κεφαλονιάς. Έχει καπνιστό ορυκτό και λεμονάτο χαρακτήρα, που συνοδεύει άριστα τα θαλασσινά.[50]
  • Σαββατιανό: είναι η κυρίαρχη λευκή ποικιλία στην περιοχή της Αττικής, όπου εμφανίζει εξαιρετική αντοχή στη θερμότητα και ένα ξεχωριστό λουλουδάτο και φρουτώδες άρωμα όταν εφαρμόζεται ψυχρή ζύμωση. Όταν ζυμώνεται χωρίς ψύξη, παράγει ρετσίνα ή ρουστίκ μη ρητινωμένα κρασιά που συμπληρώνουν ιδανικά τα μεσογειακά πιάτα.[51]
  • Σκιαδόπουλο: είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται στα Ιόνια νησιά. Συνήθως συμμετέχει σε φρέσκα λευκά χαρμάνια.[52]
Remove ads

Βιολογικά και βιοδυναμικά κρασιά

Thumb
Βιοδυναμικό κρασί από την Αυστραλία με σήμα πιστοποίησης.

Τα βιολογικά και βιοδυναμικά κρασιά αποτελούν μεγάλη τάση στον κόσμο του κρασιού εδώ και μερικά χρόνια. Τα βιολογικά είναι τα κρασιά που παράγονται από σταφύλια που καλλιεργούνται σύμφωνα με τις αρχές της βιολογικής γεωργίας, οι οποίες συνήθως αποκλείουν τη χρήση τεχνητών χημικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, μυκητοκτόνων και ζιζανιοκτόνων. Τα βιοδυναμικά είναι τα κρασιά που προέρχονται από βιολογική γεωργία, εφαρμόζοντας ένα ημερολόγιο φύτευσης που βασίζεται σε αστρονομικές διαμορφώσεις, ενώ η γη αντιμετωπίζεται ως ένας ζωντανός και δεκτικός οργανισμός.[53]

Πολλά ελληνικά κρασιά παρασκευάζονται με βιολογικές μεθόδους και είναι διαθέσιμα σε διάφορα οινοποιεία σε όλη την Ελλάδα. Το κύριο  μέλημα στην παραγωγή ενός βιολογικού κρασιού είναι η πιστοποιημένη βιολογική καλλιέργεια του αμπελιού, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο αν αναλογιστεί κανείς τους «εχθρούς» των καρπών και την απαγόρευση της χρήσης των χημικών. Ωστόσο, υπάρχει πια ένας πολύ μεγάλος αριθμός πιστοποιημένων βιολογικών κρασιών και στην Ελλάδα, ενώ έχουν μπει στην κυκλοφορία και πολλοί πειραματικοί οίνοι σε μορφή των «φυσικών κρασιών», ακόμα και με αποφυγή της χρήσης των θειδών.[54]

Remove ads

Δείτε επίσης

Παραπομπές

Loading related searches...

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads