Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897
πόλεμος μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (γνωστός στην Ελλάδα και ως Μαύρο '97 ή Ατυχής πόλεμος) ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897. Άμεση αφορμή ήταν το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Παρά την αποφασιστική Οθωμανική στρατιωτική νίκη, η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία υπό οθωμανική επικυριαρχία ιδρύθηκε το επόμενο έτος (ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων μετά τον πόλεμο), με τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και της Δανίας ως πρώτο Ύπατο Αρμοστή. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική προσπάθεια στην οποία δοκιμάστηκε το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας μετά την Επανάσταση του 1821.
![]() |
Η ακρίβεια του λήμματος αμφισβητείται. |
![]() |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
![]() |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |

Remove ads
Γενικά
Ο πόλεμος ξεκίνησε με οθωμανική εισβολή στη Θεσσαλία και κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας με απώτερο αποτέλεσμα την υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας. Εντούτοις η σημασία του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο διότι εν τέλει η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλαδα,[1] αλλά και διότι οδήγησε στην αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού με μεγάλες σχετικές δαπάνες. Το αποτέλεσμα ήταν η προετοιμασία της Ελλάδας για τους Βαλκανικούς πολέμους[2][3].
Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και να είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριζόταν εδαφικό όφελος, ο πόλεμος άρχισε στις 6 (18) Απριλίου 1897 (σε παρένθεση η ημερομηνία με το νέο ημερολόγιο) και έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 7 (19) Μαΐου / 19 Μαΐου με ανακωχή, αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία. Η συμφωνία ειρήνης υπογράφηκε στις 6 (18) Σεπτεμβρίου μετά από διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος (την Υψηλή Πύλη). Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου (4 Δεκεμβρίου) 1897[4] με αποτέλεσμα την αποχώρηση του οθωμανικού στρατού από τη Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία και την αυτονόμηση της Κρήτης το 1898.
Remove ads
Αίτια και αφορμές
Η οθωμανική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (κατά τη Σύμβαση της Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις όπως η Κρητική επανάσταση του 1885, η επανάσταση του 1888 καθώς και εκείνη του 1889.
Το 1894 βαλής (διοικητής) της Κρήτης διορίσθηκε ο τέως ηγεμόνας της Σάμου, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) αλλά δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Τις αντιδράσεις εκείνες ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, ένα μόλις χρόνο μετά, να ξεσπάσει η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-1898) και ο Καραθεοδωρής να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895).
Παράλληλα τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στις 28 Ιουλίου του 1894 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγούσε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών. Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση εκ μέρους του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου.
Από τον Δεκέμβριο του 1895 τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων που ακολούθησαν ως αντίποινα (Μάιος 1896). Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα το κλίμα να εντείνεται. Με την επέμβαση όμως αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων, τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και προσωρινά φάνηκε να έχει αποκατασταθεί η ηρεμία.
Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί, ουσιαστικά η διοίκηση της Κρήτης παραδινόταν στους Έλληνες. Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 οι εντάσεις άρχισαν να κλιμακώνονται. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ξέσπασαν διαδοχικά στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ' αυτά και ο εκεί υφιστάμενος οθωμανικός στρατός.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:
Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.
Remove ads
Υφιστάμενη κατάσταση
Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση Νικολάου Δεληγιάννη στις 31 Μαΐου του 1895.
Ένα σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρο, ήταν η Εθνική Εταιρεία, η οποία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα.
Μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη (Σφαγή των Χανίων (1897)), αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε στο όνομα του δικαίου της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου γιου του βασιλιά, πρίγκηπα Γεωργίου, με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.
Στις 25 Ιανουαρίου (νέο ημερολόγιο) απέπλευσαν τα πρώτα τορπιλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό Ύδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αριστείδη Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μυκάλη και Πηνειός, ενώ στις 29 Ιανουαρίου ακολούθησαν το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον πρίγκηπα Γεώργιο, μαζί με άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα.[5]

Ο Δηλιγιάννης επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.[6]
Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή του κατά του Πύργου των Βουκολιών, και καταφέρνοντας την επομένη περίλαμπρη νίκη.
Remove ads
Ενέργειες Μεγάλων Δυνάμεων

Το μικτό ελληνικό απόσπασμα στάλθηκε την 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός και το επίτακτο Ιωνία. Την ίδια όμως μέρα που απέπλεαν το τορπιλοβόλο με τον πρίγκηπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπραχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη. Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50 - 100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό πλοίαρχο-διοικητή των συμμαχικών αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με τη συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους, και απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μεγάλων Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι, όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν' αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).
Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από τη Μονή Γωνιάς (βορείως του Κολυμπαρίου) εξέδωσε, εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ ο Βάσσος αποφάσισε την επομένη, σε συνεργασία και με το ναύαρχο Ράινεκ την κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας την παραλιακή οδό, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει εκεί έπρεπε ν΄ απέχει από κάθε πολεμική επιχείρηση, το δε μικτό απόσπασμα να παρέμενε εκεί που βρισκόταν χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.
Παρά την παραπάνω όμως διακοίνωση, ακολούθησε στις 7 Φεβρουαρίου η μάχη των Βουκολιών και την επόμενη η μάχη των Λειβαδιών όπου το ελληνικό στράτευμα πέτυχε σημαντική νίκη σε βάρος 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού. Ενοχλημένοι όμως οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων απαγόρευσαν κάθε παραπέρα κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος. Το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε το Μάρτιο και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.
Διακοίνωση Δυνάμεων
Στις 18 Φεβρουαρίου (2 Μαρτίου) 1897, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στην Κρήτη καθεστώς αυτονομίας, με επικυριαρχία του Σουλτάνου, αποκλείοντας την ένωσή της με την Ελλάδα. Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας, έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα να ανακαλέσει το εκστρατευτικό σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.
Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς τη λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, αλληλοκατηγορούμοι για «εσχάτη προδοσία» αν η Κρήτη απλώς αυτονομείτο, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου ν' αποφασίσουν οι ίδιοι. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν. Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας, αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με το γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασική ενάντιος κάθε συμβιβασμού.[7] Συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.
Remove ads
Κατάσταση των εμπολέμων δυνάμεων
«Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη.»
Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης[8]
Ο Ελληνικός Στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας,[3] έχοντας δηλώσει ο Χαριλάος Τρικούπης στη Βουλή «Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη». Οι αξιωματικοί του Πεζικού και Ιππικού, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν αμαθείς. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του Πυροβολικού και του Μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ο οπλισμός υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο το τυφέκιο Γκρα (Gras), ένα αργό οπισθογεμές όπλο, με φυσίγγια του 1886 ή και παλαιότερων εποχών.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή - εντολή προς τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10-12.000 άνδρες, τη δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών.[9] Η επιστολή αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής αναλγησίας των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου εξυπηρετούσε διπλωματικούς στόχους.
Οι Οθωμανοί ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου Μάουζερ (Mauser), ενώ το βεληνεκές των πυροβόλων τους ήταν μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή[8]. Ο Οθωμανικός Στρατός είχε αριθμητική υπεροχή και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών από Γερμανούς συμβούλους.[8]
Remove ads
Τα γεγονότα του πολέμου
Στις 18 Φεβρουαρίου, τη μέρα της απόρριψης από την Ελλάδα της διακοίνωσης των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, κηρύχθηκε επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει αθόρυβα τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων. Η τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει νωρίτερα, αλλά πρόχειρα, ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων.
Μεθόριος
Το 1897 η ελληνοοθωμανική μεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα Υ με τη βάση του μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοοθωμανικών Συνόρων (Θεσσαλίας - Ηπείρου), επί σχεδίων που είχε εκπονήσει ο Άγγλος ταγματάρχης Τζον Άρνταγκ, που υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου του 1882 και ολοκληρώθηκε περί το τέλος του ίδιου έτους, στις 5 Νοεμβρίου του 1882.
Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση πιστή μέχρι τότε στα γαλλικά πρότυπα πολεμικής τακτικής είχε εμπιστευθεί στον Γάλλο στρατηγό Βοσσέρ της γαλλικής αποστολής την οργάνωση της άμυνας στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας (Β. του Τυρνάβου) και Ρεβένι (Ν. του Τυρνάβου), αμφότερα δυτικά της Λάρισας.
Ανάπτυξη μονάδων
Ελληνικές δυνάμεις
Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την Ι Μεραρχία με Διοικητή τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή, με στρατηγείο τη Λάρισα, τη ΙΙ Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και την ΙΙΙ Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στη περιοχή της Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12 (25) Μαρτίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε στις 17 (29) Μαρτίου την αρχηγία από τον υποστράτηγο Μακρή, με αρχηγό επιτελείου τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χατζηπέτρο. Κάθε μεραρχία περιελάμβανε:
- 2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.
- 4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.
- 1 σύνταγμα πυροβολικού.
- 1 σύνταγμα ιππικού και
- 2 λόχους μηχανικού.
Η δύναμη του στρατού Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 36.000 πεζούς, 400 ιππείς και 96 πυροβόλα, με ακόμα 2.500 άνδρες από το Εθελοντικό Σώμα που αποτελείτο κύριως από Κύπριους, Ιταλούς και Κρήτες εθελοντές, ενώ της Άρτας σε 18.000 άνδρες, 200 ιππείς και 48 πυροβόλα.
Τουρκικές δυνάμεις
Ο τακτικός οθωμανικός στρατός («Askair-i Nizamiye») που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού. Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα. Η σύνθεση της τότε τουρκικής μεραρχίας ήταν:
- 15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου
- 3-6 πεδινές πυροβολαρχίες,
- 1 ίλη ιππικού
Η τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης παρά τον τουρκικό στρατό υπήρχε γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό φον ντερ Γκολτς.
Αρχηγός του τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπέη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της μεραρχίας του ιππικού.
Εισβολή ατάκτων

Πριν φθάσει στο στρατηγείο της Λάρισας και αναλάβει την διοίκηση των επιχειρήσεων κατ' εντολή της κυβέρνησης ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, περίπου 2.500–3.000 άτακτοι (κατ' εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού Ντουσύ), ή μόνο 2.000 (κατ' εκτίμηση του Π. Μελά, που κρίνεται ορθότερη[10]) εισέβαλαν στην οθωμανική Μακεδονία. Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε αμάχους Έλληνες.[11]
Οι επιχειρήσεις των ατάκτων κατά παραμεθορίων τουρκικών φυλακίων και μερικά χιλιόμετρα περί αυτών εντός της Μακεδονίας διήρκεσαν τέσσερις ημέρες. Στις 31 Μαρτίου (12 Απριλίου) η δραστηριότητά τους είχε κατασταλεί πλήρως από τρία ενισχυμένα τουρκικά αποσπάσματα, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία. Από την πρώτη ημέρα της εισβολής των ατάκτων η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι ουδεμία σχέση είχε. Αλλά και εκ μέρους του Σουλτάνου δεν υπήρξε σχετική διαμαρτυρία επ' αυτών των «ληστρικών συμμοριών» όπως τις χαρακτήρισε σε τηλεγράφημά του ο Ετέμ πασάς. Ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή καμία στρατιωτική μονάδα να απομακρυνθούν από τα σύνορα οι άτακτοι που παρέμεναν στη περιοχή της Ηπείρου.
Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου.[11]
Διακοπή διπλωματικών σχέσεων
Τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί δε της επομένης, δηλαδή στις 17 Απριλίου το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν να διατάξουν τον οθωμανικό στρατό ν' απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση. Το ίδιο βράδυ κλήθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος από τον υπουργό Εξωτερικών, τον Τουρχάν Πασά, πρώην Βαλή της Κρήτης, ο οποίος επιστρέφοντας το διαβατήριό του, του επέδωσε διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών «ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχθροπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Την επομένη, στις 6 / 18 Απριλίου, ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων (1897), στις 10.30 το πρωί, ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Ασήμ Μπέης επέδωσε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ τη ρηματική διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων. Το κείμενο της τουρκικής διακοίνωσης είχε ως εξής:
ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
5 Απριλίου 1897
ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΡΗΜΑΤΙΚΗ
Ο Υπουργός εξωτερικών λαμβάνει την τιμήν να κοινοποιήση εις την Αυτού Εξοχότητα τον απεσταλμένον της ελληνικής Αυτού Μεγαλειότητος, ότι ένεκα της εχθρικής πλέον στάσεως της κυβερνήσεως της Ελλάδος προς την Αυτοκρατορικήν οθωμανικήν κυβέρνησιν, αι διπλωματικαί μεταξύ των δύο κρατών σχέσεις διεκόπησαν και ο εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητος (Ελλάδος), καθώς και οι καθ' όλην την οθωμανικήν επικράτειαν πρόξενοι (Έλλάδος) διετάχθησαν ν' αναχωρήσωσιν, ομοίως δε και ο εν Αθήναις πρέσβης της αυτοκρατορικής οθωμανικής κυβέρνησης και οι απανταχού της Ελλάδος πρόξενοι προσεκλήθησαν κατεπειγόντως εις Κωνσταντινούπολιν.
Συμφώνως προς την ληφθείσαν απόφασιν οι εμπορευόμενοι και οι υπήκοοι Έλληνες οι ευρισκόμενοι εις Αυτοκρατορίαν οφείλουσι να εγκαταλείψωσι το έδαφος αυτής εντός δεκαπενθημέρου προθεσμίας. Ομοίως διετάχθησαν οι εν Ελλάδι υπήκοοι Οθωμανοί να εγκαταλείψωσι το έδαφος του Βασιλείου της Ελλάδος εντός της αυτής προθεσμίας.
Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προέβη σε έντονη διαμαρτυρία: «η Ελλάς όχι μόνο δεν προέβη σε πράξεις εχθρότητας, αλλά απεναντίας και υπέστη τις τελευταίες ημέρες επί πλείστων σημείων της οροθετικής γραμμής αλλεπάλληλες επιθέσεις του τουρκικού στρατού». Ο πρωθυπουργός Θ. Δηλιγιάννης συγκάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση την ελληνική Βουλή και έκανε την ακόλουθη ανακοίνωση στη Βουλή:
Από της 10ης πρωινής της σήμερον διατελούμεν εν σταδίω εχθροπραξιών των οποίων ήρξατο το όμορον κράτος εν πολέμω ακηρύκτω, από της 10ης της πρωίας της σήμερον είμεθα εν διακοπή σχέσεων με την Υψηλή Πύλη, ήτις σημαίνει τούτο ωσεί είμεθα εν πολέμω ...
Η τουρκική κυβέρνησις ανεκοίνωσεν εις ημάς, ότι διακόπτει τα σχέσεις προς το ελληνικόν κράτος, διότι ημείς ηρξάμεθα εχθροπραξιών. Δεν υποθέτω ότι σύνηθες θάρρος ηδύνατο να δικαιολογήση τοιαύτην ακρίβειαν.
Το Ελληνικόν κράτος είχε σκοπόν, σκοπόν ευγενή, σκοπόν επιβαλλόμενον υπό των καθηκόντων προς τον πολιτισμόν, σκοπόν εμβαλλόμενον υπό του αισθήματος, όπερ πρέπει να έχη έκαστος λαός προς τους ομοθρήσκους και ομοφύλους αυτού. Τον σκοπόν τούτον προσεπάθει να αναπληρώση δια μέσων ειρήνης. Παρασκευάζετο προς πόλεμον, αλλά παρασκευάζετο δια να προβή εις τον πόλεμον, όταν εξηντλείτο πάσα ελπίς περί της εκπληρώσεως του σκοπού δια των μέσων της ειρήνης, αλλ' αφ' ου τον πόλεμον μας προκηρύττει το όμορον κράτος καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν.
Ελπίζω ότι ο ελληνικός λαός όπου Γης και αν είναι θέλει αισθανθεί εις τα στέρνα του το πυρ της αγάπης προς την πατρίδα και θέλει ενθυμηθή ότι, εάν αυτή δεν δύναται να αξιώσει, ότι εδημιούργησε μέχρι τούδε η ιστορία μεγάλου λαού, ότι όμως δεν ελησμόνησε ότι είναι απόγονος μεγάλου λαού, όστις εδίδαξεν την δύσιν και την ανατολήν την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. Επομένως δεν αμφιβάλλω ότι οι άνδρες οίτινες συνεκεντρώθησαν υπό την κυανόλευκον, θέλουσι πάντες προτιμήσει τον θάνατον, ουδέποτε δε ανεχθή την ατίμωσιν της ιεράς ταύτης γης.
Μέσα σε θύελλα ζητωκραυγών και από την αντιπολίτευση, ο αρχηγός της Δ. Ράλλης ανήλθε στο βήμα και προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις:
Οφείλομεν να κηρύξωμεν εντεύθεν ότι ευλογημένη η ώρα κατά την οποίαν οι Τούρκοι προεκάλεσαν ημάς, κηρύξαντες τον ακήρυκτον αυτόν πόλεμον. Δεν θα είναι ούτος πόλεμος μεταξύ δύο Πολιτειών, μεταξύ δύο κρατών, είναι πόλεμος του Γένους περί υπάρξεως, και εις τοιούτον πόλεμον οφείλει να αποδυθή ο Ελληνικός Λαός ... Ο ελληνισμός έχει να εκδικήση την ύβριν τεσσάρων και πλέον αιώνων, και αποδυόμενος εις τον υπέρ των όλων αγώνα, εννοεί την ύβριν ταύτην να εκδικήση και θα νικήση ή δ' άλλως ας εξοντωθή.
Τον Ράλλη ακολούθησαν άλλοι αρχηγοί κομμάτων με ίδια ενθουσιώδη συμπεριφορά, στους δε δρόμους της Αθήνας είχε ξεχυθεί ο κόσμος και πανηγύριζε με σάλπιγγες, ενώ το ίδιο βράδυ στις εκκλησίες, στην ακολουθία του Νυμφίου γίνονταν πολεμικές δεήσεις, όπου γονατιστοί όλοι έψελναν το τροπάριο της «Υπερμάχου Στρατηγού».[12]
Την ίδια μέρα επιστράφηκε το διαβατήριο του Τούρκου πρέσβη και ο Έλληνας ομόλογός του στη Κωνσταντινούπολη αποχώρησε στις 20 Απριλίου. Μάλιστα κατά την αναχώρησή του παρευρέθηκε όλο το Διπλωματικό Σώμα της Κωνσταντινούπολης με εξαίρεση τον πρέσβη της Γερμανίας. Στην απορία του Ν. Μαυροκορδάτου περί της απουσίας του, κάποιος διπλωμάτης επεσήμανε «Εξοχότατε φαίνεται πως είστε σε πόλεμο και με την Αυτοκρατορία της Γερμανίας!».[13]
Στη συνέχεια έπεσε η Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη την οποία και διαδέχθηκε η Κυβέρνηση Ράλλη.
Μέτωπο Θεσσαλίας

Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο με στρατηγείο τη Λάρισα.
Επιτελικά σχέδια
Το σχέδιο του Τούρκου αρχηγού (και του γερμανικού επιτελείου του) ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά και να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στο Πηνειό και να απωθήσει τους Έλληνες στη Στερεά. Συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση ενώ στο κέντρο οι Έλληνες. Έτσι το αρχικό σχέδιο συνέχεια μεταβαλλόταν με συνέπεια τις αργές μετακινήσεις των τουρκικών σχηματισμών.
Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου όπως είχε παραδώσει ο Γάλλος Βοσσέρ και είχε ακολούθως επεξεργασθεί ο υποστράτηγος Μακρής[8] ήταν κυρίως αμυντικό, βασισμένο στη γαλλική τακτική της ανάπτυξης ανοικτών πεδίων εμπλοκής με τις γνωστές οδυνηρές ατέλειες, ειδικά όταν ο εχθρός είναι αριθμητικά υπέρτερος [εκκρεμεί παραπομπή]. Επιπλέον, δεν είχαν εκπονηθεί αναλυτικά σχέδια ούτε υλοποιηθεί σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν το σχηματισμό 2ης αμυντικής γραμμής και την αποστολή ενισχύσεων.[8]
Όμως ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έκρινε μη ικανοποιητική αυτή τη διάταξη και στις 19 Μαρτίου έδωσε εντολή για αναπροσαρμογή της. Συγκεκριμένα, ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος, αντί της προηγούμενης γραμμικής παράταξης, ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες, στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή αυτή, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, ήταν λογικό να συναντήσει δυσκολίες και να μην έχει προλάβει να συμπληρωθεί στις πρώτες μέρες του πολέμου.[8]
Επιχειρήσεις


Στο Μάτι οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί καλύπτοντας τον δρόμο για τον Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες στις 21 και 22 με τους Έλληνες να προσπαθούν να υπερκεράσουν το τουρκικό δεξί πλευρό. Αυτό δεν έγινε δυνατό αλλά στις 23 το αριστερό των Οθωμανών έκανε νέα προέλαση και όταν όλες οι οθωμανικές δυνάμεις μπόρεσαν να ευθυγραμμιστούν πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο διέταξε υποχώρηση προκαλώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν, περνώντας την Λάρισα η οποία και εκκενώθηκε. Η πόλη καταλήφθηκε τελικά στις 27 του μήνα αφού οι οθωμανικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές αλλά προχώρησαν αργά.
Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει. Είχαν περάσει άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις της Λάρισας και του Βελεστίνου. Τελικά στάλθηκε σιδηροδρομικώς μια μεραρχία στο Βελεστίνο, αλλά έτσι οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια με απόσταση 60 χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Οι μάχες στο Βελεστίνο διήρκησαν από τις 15 έως και τις 24 Απριλίου, με τους Έλληνες να προβάλουν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη, σθεναρή άμυνα.
Οι Οθωμανοί εν τω μεταξύ έκαναν ετοιμασίες και στις 24 Απριλίου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα (Μάχη Φαρσάλων) με τρεις μεραρχίες απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν στον Αλμυρό μόλις ολοκληρώθηκε με ασφάλεια η ανασύνταξη στον Δομοκό. Οι Έλληνες είχαν τον χρόνο να οχυρωθούν μέχρι τη νέα επίθεση στον Δομοκό από τον Εντέμ Πασά στις 5 Μαΐου, με τρία σημεία κρούσης. Στη μάχη του Δομοκού πήραν μέρος σαν εθελοντές, πολυάριθμοι ευρωπαίοι φιλέλληνες, κυρίως Ιταλοί (που αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειονότητα), Άγγλοι και Γάλλοι[14]. Ντυμένοι με κόκκινες στολές, ήταν γνωστοί σαν «Λεγεώνα Φιλελλήνων και Γαριβαλδίνων» (ή «Τάγμα των Ερυθροχιτώνων») και ο αριθμός τους ανερχόταν σε περίπου 3.000[15]. Κατά τη διάρκεια της μάχης, το δεξί τουρκικό άκρο αναχαιτίστηκε από το απόσπασμα τού Τερτίπη και την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και τούς Γαριβαλδινούς (συνολικά 3.060 ξένοι, εκ των οποίων 2.783 Ιταλοί, ανάμεσα τους οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γκαριμπάλντι -γιος του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι- ο Αντόνιο Φράττι, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τζουζέππε Εβανγκελίστι, Αμιλκάρε Τσιπριάνι)[16]. Το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό όμως προέλασε μέχρι τις ελληνικές γραμμές, οπότε και αυτή η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε την νύχτα, όπως και η Φούρκα την επόμενη. Ο Σμολένσκη έφτασε στις 18 του μήνα από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.
Μέτωπο Ηπείρου
Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Θρασύβουλου Μάνου έναντι 28.000 Οθωμανών με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει γραμμή άμυνας από την Άρτα στο Πέτα, ενώ οι Οθωμανοί βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στην Άρτα ήταν οι εξής: Το 6ο Σύνταγμα Πεζικού, το 9ο Σύνταγμα Πεζικού, το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, το 12ο Σύνταγμα Πεζικού, το 1ο Τάγμα Ευζώνων, το 3ο Τάγμα Ευζώνων και το 10ο Τάγμα Ευζώνων. Στην περιοχή, εκτός από αυτές τις δυνάμεις, υπήρχε και το 1ο Σύνταγμα Πυροβολικού με 4 ορεινές και 4 πεδινές πυροβολαρχίες και δύο συζυγαρχίες πυρομαχικών πυροβολικού, ένα τάγμα Μηχανικού με 5 λόχους και μία διμοιρία Τηλεγραφητών, τρεις ίλες ιππικού του 1ου Ιππικού Συντάγματος, 6 μονάδες χειρουργείων και 2 ουλαμοί εφοδιασμού.[17]

Στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου υπήρχε η Δυτική Μοίρα του ελληνικού στόλου, υπό τον Πλοίαρχο Δημήτριο Κριεζή και χωριζόταν σε δύο υπομοίρες. Σύμφωνα με το σχέδιο, η μία Μοίρα θα αναλάμβανε να βομβαρδίσει τα φρούρια μέσα στον Αμβρακικό κόλπο ενώ η άλλη Μοίρα θα βομβάρδιζε το φρούριο της Πρέβεζας και θε έλεγχε γενικότερα την κίνηση στο θαλάσσιο χώρο του Αμβρακικού. Τη Δυτική Μοίρα αποτελούσαν τα εξής πλοία: Το θωρηκτό «Σπέτσαι», η θωρακοβάρις «Βασιλεύς Γεώργιος Α΄», ο ατμομυοδρόμωνας «Ευρώτας», το οπλιταγωγό «Θράκη», το οπλιταγωγό «Ιωνία», η ατμοβάρις «Άκτιον», η ατμοβάρις «Αμβρακία», η κανονιοφόρος «Α», η κανονιοφόρος «Β», η κανονιοφόρος «Γ», η κανονιοφόρος «Δ», η ατμοημιολία «Κίχλη», η ατμοημιολία «Αφρόεσσα» και το καταδρομικό «Μιαούλης». Η μεταφορά πολεμικού υλικού εντός του Αμβρακικού κόλπου γινόταν με το ατμόπλοιο «Μακεδονία».[18][19]
Το πρωί στις 6 (18) Απριλίου 1897, το ατμόπλοιο «Μακεδονία» δέχτηκε καταιγιστικά πυρά στο στόμιο της Πρέβεζας και προσάραξε σε αβαθή προς το Άκτιο.[20] Το συγκεκριμένο γεγονός σήμανε την έναρξη του πολέμου στο μέτωπο της Ηπείρου. Στην πόλη της Άρτας ο ελληνικός στρατός έλαβε θέση μάχης. Η 2η πεδινή πυροβολαρχία χτύπησε πρώτη το τουρκικό φρούριο στη θέση «Ιμαρέτ» και έλαβε άμεση απάντηση με καταιγισμό πυρών από τα 6 μεγάλα πυροβόλα, τα οποία έβαλλαν συντονισμένα κατά του Αμυντικού Στρατώνα Άρτας. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών στο Ιμαρέτ υπήρξε και ταυτόχρονη ανταλλαγή πυροβολισμών στη γέφυρα της Άρτας αλλά και στην περιοχή της Κάτω Παναγιάς και της Περάνθης. Στις 4 μ.μ. τα κανονιοφόρα του ελληνικού στόλου βομβάρδισαν το φρούριο της Σαλαώρας και κατέστρεψαν τα 2 πυροβόλα τύπου «Άρμστρονγκ».[21]

Το βράδυ της 6ης Απριλίου, τοποθετήθηκε κινητή γέφυρα στο ύψος της Περάνθης και το πρωί της 7ης Απριλίου διήλθαν από αυτή, ένας λόχος Μηχανικού, ένας λόχος του 9ου Συντάγματος Πεζικού και 2 ίλες ιππικού και ύστερα από σφοδρή μάχη κατέλαβαν τα χωριά Νεοχώρι, Παχυκάλαμος και Ακροποταμιά. Οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας ως ασπίδα τα γυναικόπαιδα της περιοχής, υποχώρησαν στο χωριό Μύτικα και οχυρώθηκαν στον Πύργο του Φουάτ Μπέη όπου υπήρχαν περίπου 1000 στρατιώτες.[22] Το πρωί της 9ης Απριλίου, έφτασαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τον Αρτινό κάμπο κατά τη διάρκεια της νύχτας και είχαν κινηθεί προς τη γέφυρα του Λούρου και τη Φιλιππιάδα. Την επόμενη ημέρα, 10 Απριλίου, τοποθετήθηκαν λόχοι του 9ου, 10ου και 12 Συντάγματος Πεζικού στη Σαλαώρα και στις 11 π.μ. κατέφθασε ο αρχικυβερνήτης Τομπάζης με την ατμοβαρίδα «Άκτιο» και αποβιβάστηκαν 200 στρατιώτες, οι οποίοι ύψωσαν την ελληνική σημαία στο υπό κατοχή φρούριο.[23] Μέχρι το βράδυ της 10ης Απριλίου/22 Απριλίου είχε απελευθερωθεί το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου και η Φιλιππιάδα.
Οι Έλληνες προχώρησαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου είχαν οχυρωθεί οι Τούρκοι αλλά μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε στις 13 κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Τελικά όμως οπισθοχώρησαν στις 15 Μαΐου
Η συνθηκολόγηση
Με τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σε πολεμικές αποζημιώσεις, και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση Δ. Ράλλη για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου κρατικούς πόρους. Εκχωρήθηκαν στην ΕΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς.
Απώλειες
Remove ads
Φιλέλληνες στον πόλεμο του 1897

Στην Ευρώπη ιδρύθηκαν φιλελληνικά κομιτάτα με σκοπό την υποστήριξη των Ελλήνων από την οθωμανική επιθετικότητα. Τα σωματεία ενίσχυαν ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί, συνήθως αντιπολιτευόμενοι την εξωτερική πολιτική της χώρας τους, όπως το ιταλικό δημοκρατικό κόμμα, επαναστατικά κομιτάτα όπως το Commitato Pro-Grecia, οι γαριβαλδίνοι και οι αναρχικοί αλλά και εταιρείες, φιλοσοφικοκοινωνικές, όπως οι Ελευθεροτέκτονες.[24] Στην Ιταλία συγκεκριμένα, η φιλελληνική οργάνωση Commitato Pro Grecia οργάνωσε σώμα αλλά λόγω πιέσεων που οι Ελληνικές αρχές δέχθηκαν από τις Ιταλικές, δεν μπόρεσε να λάβει μέρος στον πόλεμο.[25] Η «Φιλελληνική Λεγεώνα» ήταν ένα σώμα μικτό από Γερμανούς και Πολωνούς φιλέλληνες. Ήταν αυτόνομη ομάδα οργανωμένη στην Ελλάδα από την Κυβέρνηση Δηλιγιάννη, με σκοπό την ένταξη σε αυτήν αλλοδαπών εθελοντών. Συνολικά συμμετείχαν εθελοντές από 16 εθνότητες.[26]
Remove ads
Δείτε επίσης
Παραπομπές
Πηγές
Περαιτέρω ανάγνωση
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads