Η Γαλλική Αποστολή (ταινία)

From Wikipedia, the free encyclopedia

Η Γαλλική Αποστολή (ταινία)
Remove ads

Η Γαλλική Αποστολή (αγγλικά: French Dispatch of the Liberty, Kansas Evening Sun ή, απλά, The French Dispatch) είναι μια αμερικανική σπονδυλωτή κωμική-δραματική ταινία του 2021, σε σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή του Γουές Άντερσον βασισμένη σε μια ιστορία που συνέλαβαν οι Ρόμαν Κόπολα, Χιούγκο Γκίνες και Τζέισον Σουόρτσμαν.[7] Η ταινία διαθέτει ένα ευρύ καστ και αρθρώνεται σε τρεις διαφορετικές ιστορίες που εκτυλίσσονται καθώς το γαλλικό γραφείο σύνταξης της φανταστικής εφημερίδας Liberty, Kansas Evening Sun δημιουργεί το τελευταίο του τεύχος.

Γρήγορες Πληροφορίες Η Γαλλική Αποστολή The French Dispatch, Σκηνοθεσία ...

Το πρώτο τμήμα της ταινίας, με τίτλο "Το μπετονένιο αριστούργημα", επικεντρώνεται σε έναν έγκλειστο, ψυχικά διαταραγμένο ζωγράφο με πρωταγωνιστές τους Μπενίσιο ντελ Τόρο, Έιντριεν Μπρόντι, Τίλντα Σουίντον και Λεά Σεϊντού. Το δεύτερο τμήμα, με τίτλο "Αναθεωρήσεις ενός μανιφέστου", είναι εμπνευσμένο από τις φοιτητικές διαμαρτυρίες του Μάη του '68 με πρωταγωνιστές τους Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Τιμοτέ Σαλαμέ και Λίνα Κούντρι. Στο "Η ιδιωτική τραπεζαρία του αστυνομικού διεθυντή" πρωταγωνιστούν οι Τζέφρι Ράιτ, Ματιέ Αμαλρίκ και Στίβεν Παρκ, με θέμα την απαγωγή του γιου ενός αστυνομικού διευθυντή. Επίσης, πρωταγωνιστεί και ο Μπιλ Μάρεϊ στον ρόλο του Άρθουρ Χάουιτζερ Τζούνιορ, εκδότη της εφημερίδας, ενώ εμφανίζεται και ο Όουεν Γουίλσον σε ένα σύντομο σκετς που παρουσιάζει τη φανταστική πόλη της ταινίας, "Ανουί σιρ Μπλαζέ", που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως "νωθρότητα και απάθεια".[8]

Η παραγωγή της ταινίας ανακοινώθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2018 ως άτιτλο μιούζικαλ που εκτυλίσσεται μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ανακοινώθηκε επίσημα ο τίτλος της τινίας, με τον Άντερσον να την αποκαλεί «επιστολή αγάπης προς τους δημοσιογράφους». Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2018 και Μαρτίου 2019, με διευθυντή φωτογραφίας τον Ρόμπερτ Ντ. Γιέομαν, στη γαλλική πόλη Ανγκουλέμ. Το μοντάζ ολοκληρώθηκε από τον Άντριου Βάισμπλουμ, ενώ τη μουσική συνέθεσε ο Αλεξάντρ Ντεσπλά.

Μετά από καθυστέρηση το 2020, Η γαλλική αποστολή έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών στις 12 Ιουλίου 2021 και κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Searchlight Pictures στις 22 Οκτωβρίου 2021.[9] Η ταινία έλαβε γενικά θετικές κριτικές, με επαίνους για τη μουσική, τα σκηνικά και τις ερμηνείες της. Έχει αποφέρει έσοδα 44,1 εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως έναντι του προϋπολογισμού της των 25 εκατομμυρίων δολαρίων.

Remove ads

Υπόθεση

Στη φανταστική γαλλική πόλη Ανουί σιρ Μπλαζέ, ο Άρθουρ Χάουιτζερ Τζούνιορ, ο εκδότης του περιοδικού The French Dispatch, πεθαίνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Σύμφωνα με τις επιθυμίες που εκφράζονται στη διαθήκη του, η έκδοση του περιοδικού αναστέλλεται αμέσως μετά από ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο τεύχος, στο οποίο δημοσιεύονται τέσσερα άρθρα, μαζί με μια νεκρολογία.

Ο ρεπόρτερ με το ποδήλατο

Ο Ερμσέν Σαζεράκ περιηγείται με ποδήλατο στην πόλη Ανουί σιρ Μπλαζέ, περνώντας από πολλά κεντρικά σημεία, όπως η στοά, το καφέ Le Sans Blague και ένα σοκάκι με άτομα του υποκόσμου. Στη συνέχεια, συγκρίνει το παρελθόν και το παρόν κάθε μέρους, αποδεικνύοντας πόσο πολλά και ταυτόχρονα πόσο λίγα έχουν αλλάξει στο Ανουί με την πάροδο του χρόνου.

Το μπετονένιο αριστούργημα

Η Τζ. Κ. Λ. Μπέρενσεν δίνει μια διάλεξη στην γκαλερί τέχνης της πρώην εργοδότριάς της, Άπσουρ "Μο" Κλαμπέτ, όπου περιγράφει λεπτομερώς την καριέρα του Μόουζες Ροζεντάλερ. Ο Ροζεντάλερ, ένας ψυχικά διαταραγμένος ζωγράφος που εκτίει ποινή στη φυλακή του Ανουί για δπλή ανθρωποκτονία, ζωγραφίζει ένα αφηρημένο γυμνό πορτρέτο της Σιμόν, μιας σωφρονιστικής υπαλλήλου με την οποία αναπτύσσει μια θυελλώδη σχέση. Ο Τζούλιεν Καντάζιο, έμπορος έργων τέχνης που εκτίει επίσης ποινή για φοροδιαφυγή, συγκινείται αμέσως από τον πίνακα και τον αγοράζει παρά τις διαμαρτυρίες του Ροζεντάλερ. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Καντάζιο πείθει τους θείους τους να εκθέσουν το έργο στην οικογενειακή γκαλερί και ο Ροζεντάλερ γίνεται σύντομα διάσημος στον κόσμο της τέχνης. Μόνος, ο Ροζεντάλερ προσπαθεί να βρει έμπνευση και αφοσιώνεται σε ένα έργο μακράς πνοής.

Τρία χρόνια αργότερα, ο Καντάζιο, οι θείοι του, η Κλαμπέτ, η Μπέρενσεν και μια ομάδα καλλιτεχνών που εμπνέονται από τον Ροζεντάλερ, όλοι απογοητευμένοι από την έλλειψη νεότερων έργων του, μπαίνουν στη φυλακή δωροδοκώντας όλο το προσωπικό για να του μιλήσουν. Εκεί ανακαλύπτουν ότι το αριστούργημα του είναι στην πραγματικότητα. μια σειρά από τοιχογραφίες στην μπετονένια αίθουσα της φυλακής. Θυμωμένος που οι πίνακες δεν μπορούν να αφαιρεθούν από τη φυλακή, ο Καντάζιο έρχεται σε σωματική σύγκρουση με τον Ροζεντάλερ, αλλά σύντομα εκτιμά τους πίνακες έστω κι έτσι, ενώ αργότερα κανονίζει να μεταφερθεί ολόκληρο το δωμάτιο από τη φυλακή σε ένα ιδιωτικό μουσείο στο Κάνσας, ιδιοκτησίας της Κλαμπέτ. Για τις ενέργειές του στην ανάσχεση εξέγερσης που ξεσπά στη φυλακή κατά την αποκάλυψη των πινάκων, ο Ροζεντάλερ αφήνεται ελεύθερος με αναστολή. Η Σιμόν και ο Ροζεντάλερ διατηρούν τακτική αλληλογραφία μετά την αποφυλάκιση του Ροζεντάλερ.

Αναθεωρήσεις ενός μανιφέστου

Η Λουσίντα Κρέμεντς καλύπτει δημοσιογραφικά μια φοιτητική διαμαρτυρία που ξεσπά στους δρόμους του Ανουί, η οποία σύντομα καταλήγει στην «Επανάσταση της Σκακιέρας». Ενώ η αρχική έμπνευση για την επανάσταση βασίζεται σε ασήμαντες ανησυχίες σχετικά με την πρόσβαση των αγοριών στους φοιτητικούς κοιτώνες των κοριτσιών, η τραυματική στρατιωτική θητεία ενός φοιτητή, του Μιτς-Μιτς Σίμκα, κλιμακώνει την εξέγερση.

Παρά την επιμονή της να διατηρήσει «δημοσιογραφική ουδετερότητα», η Κρέμεντς έχει ένα σύντομο ειδύλλιο με τον Ζεφιρέλι, αυτοαποκαλούμενο ηγέτη της εξέγερσης, και τον βοηθά κρυφά να γράψει το μανιφέστο του προσθέτοντας και ένα παράρτημα. Η Ζιλιέτ, μια επαναστάτρια, δεν εντυπωσιάζεται με το μανιφέστο. Αφού εκφράσουν εν συντομία τη διαφωνία τους σχετικά με το περιεχόμενο του μανιφέστου, η Κρέμεντς λέει στους δυο τους να «πάνε να κάνουν έρωτα», κάτι που κάνουν φεύγοντας με το σκούτερ της Ζιλιέτ.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Ζεφιρέλι σκοτώνεται προσπαθώντας να επισκευάσει τον πύργο ενός επαναστατικού πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού και σύντομα μια φωτογραφία του του γίνεται σύμβολο ολόκληρου του φοιτητικού κινήματος. Πέντε χρόνια αργότερα, η Κρέμεντς μεταφράζει για το θέατρο την ιστορία της στράτευσης του Μιτς-Μιτς Σίμκα και του θανάτου του Ζεφιρέλι. Το έργο ανεβαίνει από το National Playhouse του έργου του στο θέατρο Knoblock.

Η ιδιωτική τραπεζαρία του αστυνομικού διεθυντή

Κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Ρόμπακ Ράιτ αφηγείται την ιστορία ενό ιδιωτικού δείπνου στο οποίο παρευρέθηκ με τον αστυνομικό διεθντή του Ανουί και στο οποίο ετοιμάστηκε από τον θρυλικό αστυνομικό/σεφ υπαστυνόμο Νεσκαφιέ. Ο Νεσκαφιέ ειδικεύεται σε ένα είδος υψηλής κουζίνας που έχει σχεδιαστεί ειδικά για να τρώγεται από επαγγελματίες αστυνομικούς. Το δείπνο διακόπτεται όταν ο γιος του αστυνομικού διευθυντή, ο Τζίζτζι, απάγεται από εγκληματίες που τον κρατούν ζητώντας λύτρα. Επικεφαλής της σπείρας είναι ένας αποτυχημένος μουσικός με το όνομα Ο σοφέρ.

Οι απαγωγείς εκπροσωπούν τα εγκληματικά συνδικάτα του Ανουί και απαιτούν την απελευθέρωση ενός λογιστή του υπόκοσμου, του Άλμπερτ, που είναι γνωστός με το παρατσούκλι «Άβακας», ο οποίος κρατά τα οικονομικά τους αρχεία. Ο Άβακας κρατείται σε κελί απομόνωσης στο γραφείο της αστυνομικής διεύθυνσης. Ο Ράιτ θυμάται τη δική του φυλάκιση στο ίδιο εκείνο κελί για την ομοφυλοφιλία του, για την οποία διασώθηκε από τον Χάουιτζερ που του προσέφερε δουλειά στο περιοδικό.

Μετά από πυροβολισμούς στο κρησφύγετο των απαγωγέων, ο Τζίτζι καταφέρνει να στείλει κρυφά ένα μήνυμα σε κώδικα Μορς που λέει «στείλτε τον μάγειρα». Ο υπαστυνόμος Νεσκαφιέ στέλνεται στο κρησφύγετο των απαγωγέων, φαινομενικά για να μαγειρέχει στους ίδιους και στον Τζίτζι, αλλά τελικά δηλητηριάζει το φαγητό. Όλοι οι εγκληματίες πεθαίνουν από το δηλητήριο, το οποίο έχει αναγκαστεί να καταναλώσει και ο Νεσκαφιέ, που επιβιώνει (λόγω του δυνατού στομαχιού του), αλλά ο Σοφέρ δραπετεύει με τον Τζίτζι και η αστυνομία τον καταδιώξει. Ο Τζίτζι καταφέρνει να ξεφύγει από την ηλιοροφή του αυτοκινήτου και ξανασμίγει με τον πατέρα του. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του, ο Νεσκαφιέ σώζει τον «Άβακα» από την πείνα ετοιμάζοντάς του μια ομελέτα, καθώς ο κρατούμενος είχε ξεχαστεί τελείως μέσα στην αναταραχή.

Πίσω στο γραφείο της Αποστολής, ο Χάουιτζερ λέει στον Ράιτ να επαναφέρει ένα τμήμα της ιστορίας του που είχε διαγράψει από το κείμενο. Σε αυτό, ο Νεσκάφιε λέει στον Ράιτ την ώρα που αναρρώνει ότι η γεύση του δηλητηρίου δεν έμοιαζε με καμία άλλη γνωστή του γεύση και οι δυο τους μοιράζονται την εμπειρία τους για την κατάσταση των ξένων που ζουν στη Γαλλία. Ο Χάουιτζερ και ο Ράιτ διαφωνούν για το αν αυτή η συζήτηση είναι η καρδιά του κομματιού.

Νεκρολογία

Στον επίλογο, το προσωπικό της Γαλλικής Αποστολής θρηνεί το θάνατο του Χάουιτζερ, αλλά δουλεύει για να κυκλοφορήσει ένα τελευταίο τεύχος που θα τιμήσει τη μνήμη του.

Στους τίτλους τέλους της ταινίας, υπάρχει μια αφιέρωση στους ακόλουθους συγγραφείς και συντάκτες, πολλοί από τους οποίους έγραψαν για το εβδομαδιαίο αμερικανικό περιοδικό The New Yorker: Χάρολντ Ρος, Γουίλιαμ Σον, Ρόζαμοντ Μπερνιέρ, Μέιβις Γκάλαντ, Τζέιμς Μπόλντουιν, Α. Τζ. Λίμπλινγκ, Σ. Ν. Μπέρμαν, Λίλιαν Ρος, Τζάνετ Φλάνερ, Λούσι Σάντι, Τζέιμς Θέρμπερ, Τζόζεφ Μίτσελ, Γουόλκοτ Γκιμπς, Σεντ Κλερ Μακίλγουεϊ, Βεντ Μέχτα, Μπρένταν Γκιλ, Ε. Μπ. Γουάιτ και Κάθριν Γουάιτ.

Remove ads

Διανομή

Ο ρεπόρτερ με το ποδήλατο

  • Ο Όουεν Γουίλσον ως Ερμσέν Σαζεράκ, ταξιδιωτικός συντάκτης της Γαλλικής Αποστολής, ρόλος που βασίζεται στον Τζόζεφ Μίτσελ, συντάκτη του περιοδικού The New Yorker [10]

Το μπετονένιο αριστούργημα

  • Μπενίσιο ντελ Τόρο ως Μόουζες Ροζεντάλερ, ζωγράφος
    • Τόνι Ρεβολόρι ως νεαρός Ροζεντάλερ
  • Έιντριεν Μπρόντι ως Τζούλιεν Καντάζιο, έμπορος έργων τέχνης, ρόλος που βασίζεται στον λόρδο Ντουβίν [11]
  • Τίλντα Σουίντον ως Τζ. Κ. Λ. Μπέρενσεν, συντάκτρια της Γαλλικής Αποστολής, ρόλος που βασίζεται στη Ρόζαμοντ Μπερνιέρ [12]
  • Λεά Σεϊντού ως Σιμόν, δεσμοφύλακας, νοσοκόμα και μούσα του Ροζεντάλερ
  • Μπομπ Μπάλαμπαν ως θείος Νικ,[11] θείος και συνέταιρος του Καντάζιο
  • Χένρι Γουίνκλερ ως θείος Τζο,[11] θείος και συνέταιρος του Καντάζιο
  • Λόις Σμιθ ως Άπσουρ "Μο" Κλαμπέτ, συλλέκτρια έργων τέχνης [11]
  • Ντένις Μένοτσετ ως δεσμοφύλακας
  • Λάρι Πάιν ως πρόεδρος δικστηρίου
  • Μόργκαν Πολάνσκι ως φιλενάδα
  • Φίλιξ Μοάτι ως τραπεζοκόμος

Αναθεωρήσεις ενός μανιφέστου

  • Φράνσις Μακ Ντόρμαντ ως Λουσίντα Κρέμεντς, δημοσιογράφος που καλύπτει τη φοιτητική εξέγερση
  • Τιμοτέ Σαλαμέ ως επαναστατημένος φοιτητής
  • Λίνα Κούντρι ως Ζιλιέτ, επαναστατημένη φοιτήτρια
  • Μοχάμεντ Μπελαντζίν ως Μιτς-Μιτς, επαναστατημένος φοιτητής που πάει φαντάρος
    • Τομ Χάντσον ως ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Μιτς-Μιτς στη σκηνή
  • Νικολά Αβινέ ως Βιτέλ, επαναστατημένος φοιτητής
  • Κρίστοφ Βαλτς ως οικογενειακός φίλος
  • Σεσίλ ντε Φρανς ως κυρία Μπ., μητέρα του Ζεφιρέλι
  • Γκιγιόμ Γκαγιέν ως κύριος Μπ., πατέρας του Ζεφιρέλι
  • Ρούπερτ Φρεντ ως ηθοποιός που ενσαρκώνει έναν στρατιώτη
  • Άλεξ Λόδερ ως Μορισό, ηθοποιός που ενσαρκώνει έναν απελπισμένο στρατιώτη
  • Τοχίμπ Τζιμόχ ως ηθοποιός που ενσαρκώνει έναν στρατιώτη
  • Λίλι Τάλεμπ ως επαναστατημένη φοιτήτρια, φίλη της Ζιλιέτ
  • Στέφαν Μπακ ως υπεύθυνος επικοινωνίας

Η ιδιωτική τραπεζαρία του αστυνομικού διεθυντή

  • Τζέφρι Ράιτ ως Ρόμπακ Ράιτ, συντάκτης γαστρονομίας, ρόλος που βασίζεται στους Τζέιμς Μπόλντουιν και Α. Τζ. Λίμπλινγκ [10]
  • Λιβ Σράιμπερ ως τηλεπαρουσιαστής
  • Μάθιου Άμαλρικ ως αστυνομικός διευθυντής
  • Στίβεν Παρκ ως Νεσκαφιέ, σεφ και υπαστυνόμος, που ονομάστηκε με βάση τον θρυλικό Γάλλο σεφ Ογκίστ Εσκοφιέ
  • Ιπολίτ Ζιραρντό ως βοηθός σεφ
  • Γουίλεμ Νταφόε ως Άλμπερ ή "Άβακας", φυλακισμένος λογιστής του υποκόσμου
  • Έντουαρντ Νόρτον ως Σοφέρ, απαγωγέας
  • Σαοίρς Ρονάν ως μέλος της σπείρας
  • Γουίνσον Ετ Χελάλ ως Τζίτζι, γιος του αστυνομικού διευθυντή
  • Μορισέτ Κουντιβά ως Μαμά
  • Νταμιέν Μπονάρ ως αστυνόμος
  • Ροντόλφ Πολί ως αστυνομικός Μαρπασάν
  • Αντονία Ντεσπλά ως μέλος της σπείρας

Νεκρολογία

  • Μπιλ Μάρεϊ ως Άρθουρ Χάουιτζερ Τζούνιορ, εκδότης της Γαλλικής Αποστολής, ρόλος βασισμένος στον Χάρολντ Ρος, συνιδρυτή του περιοδικού The New Yorker [10]
  • Ελίζαμπεθ Μος ως Αλούμνα,[10] επιμελήτρια της Γαλλικής Αποστολής
  • Τζέισον Σουόρτσμαν ως Χέρμες Τζόουνς, σκιτσογράφος της Γαλλικής Αποστολής
  • Φίσερ Στίβενς ως συντάκτης
  • Γκρίφιν Νταν ως νομικός σύμβουλος
  • Πάμπλο Πόλι ως σερβιτόρος
  • Γουόλι Γουολοντάρσκι ως συντάκτης που δεν έχει ποτέ ολοκληρώσει άρθρο
  • Αντζέλικα Μπέτι Φελίνι ως διορθώτρια
  • Αντζέλικα Χιούστον ως αφηγήτρια [13]
Remove ads

Παραγωγή

Ιστορικό

Η ταινία έχει περιγραφεί ως «ένα γράμμα αγάπης προς τους δημοσιογράφους που διαδραματίζεται σε ένα παράρτημα μιας αμερικανικής εφημερίδας σε μια φανταστική γαλλική πόλη του 20ού αιώνα», με επίκεντρο τέσσερις ιστορίες.[14] Ζωντανεύει μια συλλογή άρθρων που δημοσιεύτηκε στο ομώνυμο έντυπο Η Γαλλική Αποστολή, με έδρα τη φανταστική γαλλική πόλη Ανουί σιρ Μπλαζέ (κυριολεκτικά "νωθρότητα πάνω στην απάθεια").[15] Η ταινία είναι εμπνευσμένη από την αγάπη του Άντερσον (από τα μαθητικά του ακόμη χρόνια) [16] για το περιοδικό The New Yorker και ορισμένοι χαρακτήρες και γεγονότα της ταινίας βασίζονται σε αντίστοιχα πραγματικά από το περιοδικό. Ο ρόλος του γεννημένου στο Κάνσας Άρθουρ Χάουιτζερ Τζούνιορ, εκδότη της Αποστολής, βασίστηκε στον συνιδρυτή του New Yorker Χάρολντ Ρος, ο οποίος καταγόταν από το Κολοράντο, ενώ ο Α. Τζ. Λίμπλινγκ χρησίμευσε ως δευτερεύουσα πηγή έμπνευσης για τον ρόλο.[10] Ο ρόλος του Ερμσέν Σαζεράκ είναι βασισμένος στον συντάκτη του New Yorker Τζόζεφ Μίτσελ.[10] Ο ρόλος του συντάκτη γαστρονομίας Ρόμπακ Ράιτ βασίστηκε σε μια συγχώνευση των Τζέιμς Μπόλντουιν, Λίμπλινγκ και Τενεσί Ουίλιαμς.[10][17] Η ιστορία "Αναθεωρήσεις ενός μανιφέστου" βασίστηκε στο άρθρο (σε δύο συνέχειες) της Μέιβις Γκάλαντ "Τα γεγονότα του Μάη: Παρισινό σημειωματάριο", με επίκεντρο τις φοιτητικές διαμαρτυρίες του Μάη του '68.[10] Η έμπνευση για "Το μπετονένιο αριστούργημα" προήλθε από το άρθρο του 1951 "Οι ημέρες του Ντουβίν", ένα προφίλ για τον έμπορο έργων τέχνης λόρδο Ντουβίν, πάνω στο οποίο βασίζεται ο ρόλος του Τζούλιεν Καντάζιο (που υποδύεται ο Έιντριεν Μπρόντι).[10] Ο ρόλος της Άπσουρ "Μο" Κλαμπέτ βασίστηκε στη συλλέκτρια έργων τέχνης Ντομινίκ ντε Μενίλ και της Τζ. Κ. Λ. Μπέρενσεν στην ειδικό τέχνης Ρόζαμοντ Μπερνιέρ.[17]

Μιλώντας στη γαλλική έκδοση Charente Libre τον Απρίλιο του 2019, ο Άντερσον είπε:

Η ιστορία δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. . . [Πρόκειται για έναν] Αμερικανό δημοσιογράφο με έδρα τη Γαλλία [ο οποίος] δημιουργεί το περιοδικό του. Είναι περισσότερο ένα πορτρέτο ενός ανθρώπου, ενός δημοσιογράφου που παλεύει να γράψει αυτό που θέλει να γράψει. Δεν είναι μια ταινία για την ελευθεροτυπία, αλλά όταν μιλάς για δημοσιογράφους μιλάς και για το τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο.[18]

Ανάπτυξη

Τον Αύγουστο του 2018, ανακοινώθηκε ότι ο Γουές Άντερσον θα έγραφε και θα σκηνοθετούσε ένα άτιτλο μιούζικαλ που θα διαδραματιζόταν στη Γαλλία, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.[19] Τον Νοέμβριο του 2018, ανακοινώθηκε ότι παραγωγός της ταινίας θα ήταν ο Τζέρεμι Ντόσον, με την Τίλντα Σουίντον και τον Ματιέ Αμαλρίκ να πρωταγωνιστούν. Ο Ντόσον επιβεβαίωσε επίσης ότι η ταινία δεν είναι μιούζικαλ.[20] Επιπλέον, κυκλοφόρησαν φήμες ότι στην ταινία θα έπαιζαν επίσης οι Νάταλι Πόρτμαν, Μπραντ Πιτ και Λεά Σεϊντού.[21] Τον Δεκέμβριο του 2018, επιβεβαιώθηκε ότι ο Άντερσον θα γράψει και θα σκηνοθετήσει την ταινία, με τους Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Μπιλ Μάρεϊ, Μπενίσιο ντελ Τόρο και Τζέφρι Ράιτ. Επίσης ανακοινώθηκε ότι θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία η Σεϊντού μαζί με τους Σουίντον και Αμαλρίκ και ότι ο Στίβεν Ρέιλς θα κάνει την παραγωγή, ενώ η Fox Searchlight Pictures τη διανομή της ταινίας.[22] Ο ρόλος του Τιμοτέ Σαλαμέ γράφτηκε πάνω στον ίδιο τον ηθοποιό.[23]

Τον ίδιο μήνα, εντάχθηκαν στο καστ οι Λόις Σμιθ Smith και Σίρσα Ρόναν.[24][25] Τον Ιανουάριο του 2019, προστέθηκαν οι Όουεν Γουίλσον, Έιντριεν Μπρόντι, Χένρι Γουίνκλερ,[26] Γουίλεμ Νταφόε, Μπομπ Μπάλαμπαν, Στιβ Παρκ, Ντένις Μένοτσετ, Λίνα Κούντρι, Άλεξ Λόδερ και [27] Φίλιξ Μοάτι.[28][29] Ο Ρόμπερτ Ντ. Γιέομαν ήταν διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας.[30] Τον Φεβρουάριο του 2019, ανακοινώθηκε η ένταξη στο καστ των Γουόλι Γουολοντάρσκι, Φίσερ Στίβενς, Γκρίφιν Νταν και Τζέισον Σουόρτσμαν.[31] Τον Απρίλιο του 2019, προστέθηκαν οι Κρίστοφ Βαλτς, Ρούπερτ Φρεντ και Ελίζαμπεθ Μος.[32][33] Αρχικά, η Κέιτ Γουίνσλετ ήταν επίσης μέρος του καστ, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το έργο για να προετοιμαστεί για τον επόμενο ρόλο της στην ταινία Αμμωνίτης. [34][35]

Γυρίσματα

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2018, στην πόλη Ανγκουλέμ της νοτιοδυτικής Γαλλίας.[36] Ο Μάρεϊ και η Ρόναν, που είχαν μικρούς ρόλους, ηχογράφησαν τις σκηνές τους μέσα σε δύο μέρες.[32][37]

Κινηματογραφία

Ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπερτ Γιέομαν τράβηξε τη Γαλλική αποστολή σε φιλμ 35 mm χρησιμοποιώντας Kodak Vision3 200T 5213 για τις χρωματικές σεκάνς και Eastman Double-X 5222 για τις ασπρόμαυρες σεκάνς, με κάμερες Arricam Studio και Lite από στούντιο στο Παρίσι.[38] Ο Άντερσον προτίμησε τις κλασικές μεθόδους για τη λήψη των σκηνών.[39] Το καρέ στις περισσότερες σκηνές είναι της μορφής 1.37:1, την οποία χρησιμοποίησε ο Άντερσον και στο Ξενοδοχείο Grand Budapest και η οποία χρησιμοποιήθηκε σε πολλές από τις γαλλικές ταινίες που ενέπνευσαν τη Γαλλική αποστολή.[38] Οι γαλλικές ταινίες της Νουβέλ Βαγκ ήταν οι κύριες πηγές έμπνευσης για τους φωτισμούς του Γιέομαν. Το Εν ψυχρώ (In Cold Blood, 1967, που γυρίστηκε από τον Κόνραντ Χολ) ήταν μία ακόμη σημαντική αναφορά.[38]

Τα τμήματα κινουμένων σχεδίων σκηνοθέτησε η Γκουέν Ζερμέν, η οποία είχε εργαστεί στο παρελθόν στο Νησί των σκύλων (Isle of Dogs, 2018) του Άντερσον.[40] Ως αναφορά στην κληρονομιά των κόμικ του Ανγκουλέμ, τα σκίτσα εξ ολοκλήρου από ντόπιους εικονογράφους.[41] Η ομάδα αποτελούταν το πολύ από 15 άτομα, με κύρια έμπνευση τα βελγικά κόμικΤεντέν και τους Blake and Mortimer, ενώ έχει αναφερθεί και συνάφεια με τα εβδομαδιαία σκίτσα του περιοδικού New Yorker.[42] Χρειάστηκαν περίπου επτά μήνες ώσπου να ολοκληρωθούν.[40]

Σκηνογραφία

Ο Άνταμ Στοκχάουζεν ήταν υπεύθυνος για τη σκηνογραφία της Γαλλικής αποστολής. Ο Στοκχάουζεν και η ομάδα του ξεκίνησαν τη διαδικασία χρησιμοποιώντας τους Χάρτες Google, για να αναζητήσουν πολλά υποσχόμενες τοποθεσίες πριν τις επισκεφτούν οι ίδιοι.[41] Ο Στοκχάουζεν και ο Άντερσον οραματίστηκαν μια πόλη που «έμοιαζε με το Παρίσι αλλά όχι όπως είναι σήμερα – περισσότερο ένα είδος ανάμνησης του Παρισιού, το Παρίσι του Ζακ Τατί». Η ομάδα τελικά εγκαταστάθηκε στο Ανγκουλέμ.[43] Ο Στοκχάουζεν υπολογίζει ότι κατασκευάστηκαν πάνω από 125 σκηνικά, τα περισσότερα από τα οποία σε τοποθεσία γύρω από το Ανγκουλέμ. Ένα πρώην εργοστάσιο τσόχας μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο κινηματογραφικό στούντιο για το συνεργείο.[41] Ένα πραγματικό κτίριο στο Ανγκουλέμ επιλέχθηκε ως βάση για τα κεντρικά γραφεία της Αποστολής, ενισχυμένο με σκηνικά και μινιατούρες, προκειμένου να δημιουργηθεί η συμμετρία που παρατηρείται συνήθως στις ταινίες του Άντερσον.[44]

Η Ρίνα Ντε Άντζελο ήταν διακοσμήτρια σκηνικών στη Γαλλική αποστολή.[45] Οι Ντε Άντζελο και Άντερσον αναζήτησαν έμπνευση σε γαλλικές ταινίες όπως Το κόκκινο μπαλόνι (Le ballon rouge, 1956), Τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups, 1959), Μια ξεχωριστή συμμορία (Bande à part, 1964) και Ζούσε τη ζωή της (Vivre sa vie, 1962), και ερεύνησαν μια εκτενή συλλογή φωτογραφιών του Παρισιού από τα μέσα του 1800 έως τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, προκειμένου να «πάρουν ένα αίσθηση του Παρισιού όταν ήταν πιο βρόμικο—και πάλι όμορφο, αλλά βρόμικο».[45] Η Ντε Άντζελο και η ομάδα της προμηθεύτηκαν τα έπιπλα στο καφέ Le Sans Blague από διάφορα μέρη στο Παρίσι και τα φλιτζάνια του καφέ κατασκευάστηκαν ειδικά στη Λιμόζ, μια πόλη διάσημη για τις πορσελάνες της.[41] Η Ντε Άντζελο έκανε επίσης αγορές μία φορά το μήνα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων από όπου προμηθεύτηκε τα έπιπλα για το γραφείο του Ρόμπακ Ράιτ. Πολλά από τα υπόλοιπα έπιπλα της ταινίας προέρχονταν από τοπικούς πλειστηριασμούς ακινήτων στο Ανγκουλέμ.[41]

Οι αφηρημένοι πίνακες του Ροζεντάλερ δημιουργήθηκαν από τον Γερμανονεοζηλανδό εικαστικό (και σύντροφο της Τίλντα Σουίντον) Σάντρο Κοπ σε μια διαδικασία που διάρκεσε τρεις μήνες.[46][47] Ο Κοπ ανέφερε τα έργα των Φρανκ Άουερμπαχ, Βίλεμ ντε Κούνινγκ και Φράνσις Μπέικον ως αναφορές, ενώ επέμεινε ότι οι πίνακες πρέπει να είναι «ιδιότυποι» και να μη «θυμίζουν πολύ τα έργα οποιουδήποτε ζωντανού ή νεκρού ζωγράφου».[46] Μετακόμισε στο σκηνικό της Γαλλικής αποστολής στο Ανγκουλέμ για να δημιουργήσει τους πίνακες, δουλεύοντας μέσα στο σκηνικό.[46] Ο Κοπ χρησίμευσε επίσης ως το χέρι του Τόνι Ρεβολόρι στις σκηνές όπου ο νεαρός Ροζεντάλερ φαίνεται να ζωγραφίζει.[47]

Μουσική

Για τη μουσική της ταινίας, ο Γουές Άντερσον συνεργάστηκε με τους μακροχρόνιους συνεργάτες του, Αλεξάντρ Ντεσπλά και Ράνταλ Πόστερ. Ο Ντεσπλά στρατολόγησε τον πιανίστα Ζαν-Ιβ Τιμποντέ για να αντλήσει έμπνευση από συνθέτες όπως οι Ερίκ Σατί και Θελόνιους Μονκ και να παίξει όργανα όπως άρπα, τυμπάνια, φαγκότο και τούμπα.[48] Η ηχογράφηση έγινε εξ αποστάσεως λόγω της πανδημίας COVID-19.[49] Το σάουντρακ της ταινίας κυκλοφόρησε σε σιντί και ψηφιακά στις 22 Οκτωβρίου 2021 από την ABKCO Records,[50][51] ενώ έχει προγραμματιστεί και κυκλοφορία δίσκου βινυλίου.[52] Το ένα και μοναδικό σινγκλ του σάουντρακ της ταινίας, με τίτλο "Obituary", κυκλοφόρησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2021.[53]

Η γαλλική αποστολή: Σάουντρακ

Κατάλογος κομματιών

Περισσότερες πληροφορίες Αρ., Tίτλος ...
Remove ads

Κυκλοφορία

Πρεμιέρα και κυκλοφορία στις αίθουσες

Τον Σεπτέμβριο του 2019, η Searchlight Pictures απέκτησε τα δικαιώματα διανομής της ταινίας.[54] Ήταν προγραμματισμένη να κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών στις 12 Μαΐου 2020 και να κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 24 Ιουλίου, αλλά λόγω της πανδημίας COVID-19 το φεστιβάλ ακυρώθηκε και η ταινία αποσύρθηκε από το πρόγραμμα στις 3 Απριλίου, 2020.[55][56] Η ταινία επαναπρογραμματίστηκε για κυκλοφορία στις 16 Οκτωβρίου 2020, προτού αποσυρθεί ξανά από το πρόγραμμα στις 23 Ιουλίου 2020.[57][58]

Η γαλλική απσοτολή έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών 2021.[59] Η ταινία προβλήθηκε σε φεστιβάλ κινηματογράφου στο Μπουσάν της Νότιας Κορέας,[60] στο Χάμπτονς, στο [61] Λονδίνο,[62] στο Μιλ Βάλεϊ,[63] στο Μονκλέρ [64] στη Νέα Υόρκη,[65][66] στις Δίδυμες Πόλεις,[67] στη Φιλαδέλφεια,[68] στο Βρότσλαβ,[69] στο Σαν Ντιέγκο,[70] και στη Ζυρίχη.[71] Κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στις 22 Οκτωβρίου 2021.[9]

Οικιακά μέσα

Η ταινία κυκλοφόρησε ψηφιακά στις 14 Δεκεμβρίου 2021 και ακολούθησε κυκλοφορία της σε Blu-ray και ντιβιντί στις 28 Δεκεμβρίου 2021 και στην Disney Plus στις 16 Φεβρουαρίου 2022 από την Walt Disney Studios Home Entertainment.[72]

Προώθηση

Κατά την προώθηση της ταινίας, έγιναν εκθέσεις με αναδημιουργίες σκηνικών της στο Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο για περιορισμένα διαστήματα γύρω από την κυκλοφορία της ταινίας.[73][74] Στο Λονδίνο εκτέθηκαν η βιτρίνα του καφέ Le Sans Blague, πολλά κοστούμια και η τοιχογραφία του Ροζεντάλερ.

Remove ads

Υποδοχή

Εισπράξεις

Ως τις 25 Ιανουαρίου 2022, Η γαλλική αποστολή έχει αποφέρει 16,1 εκτατομμύρια δολάρια σε ΗΠΑ και Καναδά και 27,9 εκτατομμύρια σε άλλες περιοχές, με συνολικά παγκόσμια έσοδα 44,1 εκτατομμύρια δολάρια.

Κριτικές

Στον ιστότοπο συγκέντρωσης κριτικών Rotten Tomatoes, το 75% από τις 293 κριτικές είναι θετικές, με μέση βαθμολογία 7,10/10. Η συνολική κρική του ιστότοπου λέει: «Μια αγαπημένη ωδή στο πνεύμα της δημοσιογραφίας, [...] που θα απολαύσουν περισσότερο οι θαυμαστές της σχολαστικά οργανωμένης αισθητικής του Γουές Άντερσον». Στο Metacritic, η ταινία έχει σταθμισμένο μέσο όρο βαθμολογίας 74 στα 100, με βάση 56 κριτικές, υποδεικνύοντας "γενικά ευνοϊκές κριτικές".

Η γαλλική αποστολή αναφέρθηκε σε καταλόγους με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς από τα The New Yorker (#1),[75] The Forward (καλύτερη ταινία),[76] IndieWire (#6),[77] Esquire (#38 ),[78] New Musical Express (#11),[79] Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (#23) [80] και Vogue (εκτός καταλόγου) [81] .

Η Πόλυ Λυκούργου αναφέρει για την ταινία:

Ενας πλούσιος, μεστός, ουσιώδης κόσμος που όπως και τα περιοδικά με τα long reads κείμενα, δεν μπορεί απλώς να «ξεφυλλιστεί». Η «Γαλλική Αποστολή» απαιτεί πολλαπλές αναγνώσεις για να πιάσεις όλες της τις χορταστικές πτυχές, όπως επίσης και εικαστικά, χρειάζεσαι να επεξεργαστείς κάθε γωνιά των κάδρων της για να ανακαλύψεις όλα τα καλειδοσκοπικά της δώρα. Αυτό ίσως είναι κι ό,τι μπορεί να λειτουργήσει εναντίον της ταινίας - στον θεατή που θα νιώσει ότι μπουκώνει από την πληροφορία. Ο Αντερσον δεν επιτρέπει χώρο και χρόνο στα πλάνα του να αναπνεύσουν, να τα σκεφτείς και να τα χωνέψεις. Εχει ξεκινήσει το επόμενο. Με ένα πυκνό λογοτεχνικό/δημοσιογραφικό κείμενο μπορείς να σταματήσεις, να πας πίσω, να ξαναδιαβάσεις μια παράγραφο. Το σινεμά, αντιθέτως, τρέχει μπροστά.[82]

Ενώ ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος κλείνει την κριτική του ως εξής:

Αν έχει διαβάσει κανείς τουλάχιστον εκατό τεύχη του «New Yorker» από διαφορετικές δεκαετίες, κυρίως τα μακροσκελή άρθρα (ο Άντερσον, πάντως, τα έχει συλλέξει και διαβάσει σχεδόν όλα), θα κατανοήσει βαθύτερα την επιρροή και θα εκτιμήσει τον γάμο του πνεύματος με το γράμμα. Επειδή όμως δεν είναι υποχρεωτικό, η Γαλλική Αποστολή, που είναι ο τίτλος του περιοδικού της ομάδας των Αμερικανών που είναι εκπατρισμένοι στη Γαλλία, στέκει ως λογοτεχνική, νοσταλγική φαντασία με τη δομή τριών μικρού μήκους αφιερωμάτων, στριμωγμένων στην ομπρέλα μιας μεγαλύτερης έμπνευσης.[83]

Διακρίσεις

Περισσότερες πληροφορίες Βραβείο, Κατηγορία ...
Remove ads

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Loading related searches...

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads