Ιερά Μητρόπολις Κυζίκου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Η Ιερά Μητρόπολις Κυζίκου ήταν μια επαρχία (Μητρόπολη) του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η επισκοπή υπήρχε από το 325 έως το 1922 με έδρα της την Κύζικο και αργότερα την Αρτάκη. Συνορεύει με τη θάλασσα του Μαρμαρά στα βόρεια, τη Μητρόπολη Νικαίας στα ανατολικά, τις Μητροπόλεις Φιλαδελφείας και Εφέσου στα νότια, και τις Μητροπόλεις Δαρδανελλίων, Λαμψάκου και Περγάμου στα δυτικά[1]. Ο τίτλος του Μητροπολίτη Κυζίκου, υπερτίμου και εξάρχου παντός Ελλησπόντου[1] παραμένει κενός από το 1932[2].


Remove ads
Ιστορία
Η πόλη της Κυζίκου ιδρύθηκε στην ομώνυμη χερσόνησο στη θάλασσα του Μαρμαρά πριν από τον 10ο αιώνα π.Χ. ως αποικία Πελασγών από την Θεσσαλία. Η επισκοπή Κυζίκου ιδρύθηκε το 325, αρχικά υπό την τιμητική υπεροχή της Εφέσου. Από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα υπήχθη απευθείας στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως ως μητρόπολη, έχοντας σημαντικό αριθμό επισκοπών[3]. Στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) κατατάχθηκε στην πέμπτη τη τάξει θέση των μητροπόλεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και από τον 9ο ή 10ο αιώνα προβιβάστηκε στην τέταρτη[3]. Αποτελούσε την εκκλησιαστική αρχή του Ελλησπόντου της Προποντίδας και του δυτικότερου τμήματος της Βιθυνίας κατά τη χιλιετία της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή[3]. Σημαντικές πόλεις της ήταν η Πάνορμος, η Αρτεμέα, η Αυλοκρήνη[2] και οι Αδριανούθυρες (μεταγενέστερα Μπαλίκεσιρ).
Τον 7ο αιώνα η Μητρόπολη είχε 12 επισκοπές, οι οποίες αυξήθηκαν σε 14 έως τον 12ο αιώνα. Από την εν Τρούλλω Σύνοδο (690/1) μέχρι και την εκλογή του Μητροπολίτη Γερμανού (705), η Μητρόπολη Κυζίκου μαζί με τις επισκοπές της υπήχθη στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου (και έκτοτε και «νέας Ιουνστινιανής») ο οποίος είχε με αυτοκρατορική εντολή μετακινηθεί εκεί[α].
Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η Μητρόπολη αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες και ο αριθμός των επισκοπών της μηδενίστηκε σταδιακά ως τον 15ο αιώνα. Ταυτόχρονα, η Κύζικος εγκαταλείφθηκε, η έδρα της Μητρόπολης μεταφέρθηκε 8 χλμ βορειοδυτικά, στην Αρτάκη[5] και της παραχωρήθηκαν περιοχές γειτονικών μητροπόλων. Το 1854, πυρκαγιά κατέστρεψε τον μητροπολιτικό ναό, και στη θέση του ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος, σε σχήμα τρουλαίας βασιλικής, με τοπικό χρωματιστό μάρμαρο[3].
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι χριστιανοί ήταν συνολικά πάνω από 70.000, με 75 ορθόδοξες εκκλησίες σε λειτουργία και 109 ιερείς[6]. Το 1913 αποσπάστηκαν από την Μητρόπολη Κυζίκου περιοχές των Δαρδανελλίων και αποτέλεσαν την χωριστή Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου[3]. Τον Ιούνιο του 1920 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό, στα πλαίσια της Μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία έληξε με την άτακτη υποχώρησή του τον Αύγουστο του 1922[2]. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923 δεν έμεινε καθόλου Ορθόδοξος πληθυσμός στα εδάφη της Μητρόπολης[2].
Επισκοπικός κατάλογος
Remove ads
Υποσημειώσεις και παραπομπές
Πηγές
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads