Λεξιλόγιο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Το λεξιλόγιο είναι το σύνολο των γνωστών λέξεων εντός της γλώσσας που γνωρίζει ένα άτομο. Το λεξιλόγιο αναπτύσσεται συνήθως με την ηλικία. Χρησιμεύει ως χρήσιμο και βασικό εργαλείο για την επικοινωνία και την απόκτηση γνώσεων. Η απόκτηση ένα εκτεταμένου λεξιλογίου είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας.
![]() |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η έλλειψη λεξιλογίου, χαρακτηριστικό το οποίο εμφανίζεται ιδιαίτερα στις μέρες μας, είναι γνωστή ως λεξιπενία. Υπάρχουν αρκετές απόψεις ότι εμφανίζεται ιδιαίτερα στους νέους.[1]
Remove ads
Παραπομπές
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads