Μητρική γλώσσα

η γλώσσα που ένα άτομο μαθαίνει μετά από την γέννηση να μιλάει From Wikipedia, the free encyclopedia

Remove ads

Μία μητρική γλώσσα είναι η γλώσσα που ένας άνθρωπος μαθαίνει από τη γέννησή του. Η πρώτη γλώσσα ενός ατόμου είναι μια βάση για τη δική του κοινωνιογλωσσολογική ταυτότητα.

Ιστορία

Η έκφραση «μητρική γλώσσα» εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 6ο ή 12ο αιώνα από τους μοναχούς του Αββαείου του Γκορζέ (που δέχονταν πιέσεις από τους μοναχούς του ρομανικού Αββαείου του Κλινύ) για να δικαιολογήσουν τη χρήση της φραγκικής διαλέκτου στα κηρύγματά τους. «Από τα λίγα που γνωρίζουμε επικαλούνταν δύο τουλάχιστον επιχειρήματα. Το πρώτο ήταν ότι τα φράγκικα ήταν η γλώσσα που μιλούσαν οι γυναίκες ακόμα και σε περιοχές όπου οι άνδρες είχαν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιού τη κοινή ρομανική διάλεκτο. Το δεύτερο ότι ήταν η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας και όχι απαραίτητα στην εκκλησία αλλά σε όλα τα θρησκευτικά θέματα όπως τα μοναστήρια και πολλά άλλα

Remove ads
Loading related searches...

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads