Ξέπλυμα μαύρου χρήματος

Η προσπάθεια εμφάνισης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και διαφθορά ως νόμιμα περιουσιακά στοιχεία From Wikipedia, the free encyclopedia

Remove ads

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, (κοινώς, ξέπλυμα μαύρου χρήματος ή «μπουγάδα») ονομάζεται η διαδικασία μετατροπής χρήματος που αποκτήθηκε με παράνομους τρόπους, σε χρήμα που αποκτήθηκε με νόμιμους τρόπους. Το χρήμα που έχει αποκτηθεί με μη νόμιμο τρόπο ονομάζεται στην καθομιλουμένη βρώμικο χρήμα, ή μαύρο χρήμα [1]

Η συνηθισμένη διαδικασία νομιμοποίησης τέτοιων εσόδων γίνεται με την τοποθέτησή τους σε νόμιμες δραστηριότητες, όπως παραδείγματος χάρη είναι η κατάθεση σε τράπεζα και στην συνέχεια η ανάληψη για κάλυψη διαφορών αναγκών, ή η απ΄ευθείας αγορά μετοχών από χρηματιστήριο κ.α.

Φορείς μαύρου χρήματος ή ξεπλύματος χρήματος μπορεί να είναι τόσο φυσικά πρόσωπα όσο και νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου), ή ακόμα και κυβερνήσεις χωρών. Γενικά το μαύρο χρήμα και οι όποιες δραστηριότητες επ΄ αυτού συνιστούν ευρύτερα την έννοια της παραοικονομίας. Αναφορά σε πολύ μεγάλα ποσά μαύρου χρήματος τότε αυτή ανάγεται σε εκδήλωση οργανωμένου εγκλήματος


Τα διάφορα κράτη προκειμένου ν΄ αντιμετωπίσουν φαινόμενα παραγωγής μαύρου χρήματος θεσπίζουν κατάλληλες νομοθεσίες για την πάταξή τους, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι ειδικές ελεγκτικές υπηρεσίες, περιορισμοί ελεύθερης διακίνησης χρήματος, κ.λπ. Ο Ο.Η.Ε. συνέστησε ειδική επιτροπή, διαδικασίες αλλά και λίστα υπόπτων για την αποτροπή και την πάταξη ενεργειών σχετικών με το "Ξέπλυμα χρήματος"[2] ενώ διεθνώς υπάρχει η αναγνώριση της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force-FATF) από περισσότερες από 190 χώρες[3].

Remove ads

Οργανισμοί και κανονιστικές πράξεις

Η Ομάδα Εργασίας για τα Χρηματοοικονομικά Μέτρα Καταπολέμησης του Ξεπλύματος Χρημάτων (FATF), που ιδρύθηκε το 1989[4][5][6] από τις χώρες της «Μεγάλης Επτάδας», είναι ένας διακυβερνητικός οργανισμός του οποίου ο στόχος είναι η ανάπτυξη και προώθηση διεθνών μέτρων για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος. Η Γραμματεία της FATF βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία του ΟΟΣΑ στο Παρίσι.

Μέχρι το 2014, απαρτίζεται από 36 χώρες και εδάφη, καθώς και δύο περιφερειακούς οργανισμούς. Η FATF συνεργάζεται με μια σειρά διεθνών οργανισμών και φορέων. Αυτοί οι οργανισμοί έχουν το καθεστώς παρατηρητή στη FATF, το οποίο δεν τους δίνει δικαίωμα ψήφου, αλλά τους επιτρέπει να συμμετέχουν πλήρως στις ολομέλειες και στις επιτροπές εργασίας.

Η FATF έχει αναπτύξει 40 συστάσεις για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και 9 ειδικές συστάσεις για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η FATF αξιολογεί κάθε κράτος μέλος με βάση αυτές τις συστάσεις σε δημοσιευμένες εκθέσεις. Οι χώρες που δεν συμμορφώνονται επαρκώς με αυτές τις συστάσεις υφίστανται χρηματοοικονομικές κυρώσεις.

Κρατικοί φορείς, κανονιστικές πράξεις:

  • Γραφείο Καταπολέμησης Ξεπλύματος Χρημάτων των Φιλιππίνων
  • Γραφείο Καταπολέμησης Ξεπλύματος Χρημάτων (Ταϊλάνδη)
  • Κανονισμός AMLCFT στις Ηνωμένες Πολιτείες
  • Το Πρόγραμμα των ΗΠΑ για την Καταπολέμηση του Ξεπλύματος Χρημάτων (Νόμος Patriot, Τμήμα III, Υποτμήμα B, Τμήμα 352)
  • Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Οικονομικής Εποπτείας της Ρωσίας («Rosfinmonitoring»)
  • Αυστραλιανό Κέντρο Ανάλυσης και Αναφοράς Συναλλαγών (AUSTRAC) — αυστραλιανή κυβερνητική υπηρεσία, αυστραλιανός ρυθμιστικός φορέας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Η FinCEN, ακρωνύμιο του Financial Crimes Enforcement Network (Δίκτυο Καταπολέμησης των Χρηματοοικονομικών Εγκλημάτων), είναι τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, το οποίο εκτελεί λειτουργίες Μονάδας Χρηματοοικονομικής Νοημοσύνης, δηλαδή συλλέγει και αναλύει πληροφορίες για χρηματοοικονομικές συναλλαγές με σκοπό την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλων εθνικών και διεθνών οικονομικών εγκλημάτων.

Συγκεκριμένα, οι πολίτες των ΗΠΑ είναι υποχρεωμένοι να αποκαλύπτουν πληροφορίες για ξένους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς που υπερβαίνουν τα 10.000 δολάρια ΗΠΑ (31 USC §5314), ενώ τα πρόστιμα για μη συμμόρφωση καθορίζονται στο 31 USC §5321[7]. Οι πολίτες πρέπει να υποβάλλουν ετησίως πριν από τις 15 Οκτωβρίου στην Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έκθεση για λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες (FBAR). Η έκθεση φέρει την ονομασία φόρμα FinCEN 114 (προηγουμένως φόρμα Υπουργείου Οικονομικών 90-22.1). Η Έκθεση Συναλλαγών Μετρητών (CTR) περιέχει πληροφορίες για τις μετρητές συναλλαγές που υπερβαίνουν τα 10.000 δολάρια ΗΠΑ ανά εργάσιμη ημέρα, ανεξάρτητα αν πρόκειται για μία συναλλαγή ή για πολλαπλές συναλλαγές μετρητών[8][9][10]. Υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη Διεύθυνση Δίκη Καταπολέμησης Χρηματοοικονομικών Εγκλημάτων (FinCEN) και αναφέρεται ως Φόρμα FinCEN 112 (προηγουμένως Φόρμα 104)[11].

Remove ads

Πηγές

Loading related searches...

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads