Πεμπέ Μαρμαρά

From Wikipedia, the free encyclopedia

Remove ads

Η Πεμπέ Μαρμαρά (τουρκικά: Pembe Marmara, 25 Δεκεμβρίου 1925 – 31 Ιανουαρίου 1984 [1]) ήταν Τουρκοκύπρια ποιήτρια. Ήταν μια από τις σημαντικότερες Τουρκοκύπριες ποιήτριες της δεκαετίας του 1940[2] και μια από τις πρώτες Τουρκοκύπριες ποιήτριες. Η ποίησή της επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα Γκαρίπ στην Τουρκία και έγραψε σατιρικά έργα σε ελεύθερο στίχο. Η ποίησή της διαφέρει επίσης από τον εθνικισμό, που χαρακτηρίζει την τουρκοκυπριακή ποίηση της εποχής της. Αντιθέτως, επικεντρώνεται περισσότερο στην εμπειρία του ότι ήταν Τουρκοκύπρια.

Γρήγορες Πληροφορίες Πεμπέ Μαρμαρά, Γενικές πληροφορίες ...
Remove ads

Βιογραφία

Η Μαρμαρά γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια που ονομαζόταν Σαράτς, η οποία χρονολογούνταν στην Ανατολία από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου το 1571. Ο πατέρας της, Γιουσούφ Σαράτς Χουσεΐν, ήταν γνωστός ως «μπακάλης Χασάν». Η Μαρμαρά ξεκίνησε στο νηπιαγωγείο Γενί Τζαμί, συνοικία της Λευκωσίας, μετά το οποίο γράφτηκε στο Δημοτικό Σχολείο Θηλέων Αγίας Σοφίας και στο Γυμνάσιο Θηλέων Βικτώρια. Στη συνέχεια σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ατατούρκ στη βόρεια Λευκωσία και έγινε δασκάλα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Δημοτικό Σχολείο της Αγίας Σοφίας.[3]

Αρχικά έγραφε με ψευδώνυμα όπως Νεβίν Ναλέ, Γιουλέν Γκαγιέ, Λαφαζάν Μετσούλ («ο άγνωστος ομιλητής»), Φούντα και Φουρτούνα και, μάλιστα, ακόμα και με αυτά βίωσε έναν μεγάλο φόβο δίωξης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πατέρας της και η πατριαρχική κοινωνία έβλεπαν τη γυναικεία ποίηση ως σκανδαλώδη και άσεμνη εκείνη την εποχή. Επίσης, η απαγόρευση της βρετανικής αποικιακής κυβέρνησης στους δημοσίους υπαλλήλους να δημοσιεύουν γραπτά έργα θα της κόστιζε τη δουλειά της. Σύμφωνα με την αδερφή της, ο πατέρας τους, έχοντας διαβάσει στην εφημερίδα ένα από τα ποιήματα της Μαρμαρά, που έγραψε με ψευδώνυμο, μπήκε στο σπίτι τους εξοργισμένος λέγοντας ότι είχε διαβάσει ένα ποίημα, που είχε γράψει γυναίκα, και «ο ουρανός θα έπεφτε στα κεφάλια τους» καθώς «δεν είχε μείνει ντροπή στις γυναίκες [τους]».[3]

Η ποίησή της έγινε σταδιακά γνωστή στην Κύπρο και την Τουρκία και ποιήματά της δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά I. ve II. Demet Şiir Seçkinleri στην Κύπρο και Yedigün στην Τουρκία[3]. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα των ποιημάτων της δημοσιεύτηκε σε τουρκοκυπριακές εφημερίδες μεταξύ 1944 και 1958[4]. Ήταν μια από τις λίγες εξέχουσες γυναίκες στην τουρκοκυπριακή κοινωνία τη δεκαετία του '40, με τις υπόλοιπες να είναι η ποιήτρια Ουρκιγιέ Μινέ Μπαλμάν, οι μουσικοί Καμράν Αζίζ και Τουρκάν Αζίζ και η επιχειρηματίας Βέντια Μπαρούτ.[5]

Σύντομα έγινε φίλη δι' αλληλογραφίας με ποιητές στην Τουρκία. Με τον Ουμίτ Γιασάρ Ογκουζτσάν, έναν από αυτούς, ανέπτυξε μια ρομαντική σχέση, την οποία ο καθένας εξέφραζε μέσα από τα ποιήματά του. Στη συνέχεια αρραβωνιάστηκαν μέσω ενός δαχτυλιδιού, που ο Ουμίτ έστειλε κρυμμένο μέσα σε ένα βιβλίο. Ο πατέρας της Μαρμαρά εξοργίστηκε με την προοπτική, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει, όταν η κόρη του σταμάτησε να τρώει, στέλνοντας τον αδερφό της στην Κωνσταντινούπολη για να δει τον Ουμίτ. Ωστόσο, ο αδερφός της γύρισε πίσω με μια κατηγορηματική άρνηση της προοπτικής του γάμου, λέγοντας ότι ο Ουμίτ ήταν «παχύς και τραυλός». Αυτό κατέστρεψε ψυχολογικά την Μαρμαρά και επηρέασε την ποίησή της.[3]

Αργότερα παντρεύτηκε τον Σεντάτ Μπέικερ, ψυχίατρο, με τον οποίο μετακόμισαν στην Κωνσταντινούπολη για κάποιο διάστημα[3]. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος της, Ουλούς Μπέικερ, ο οποίος αργότερα θα γινόταν διάσημος κοινωνιολόγος. Στη συνέχεια το ζευγάρι χώρισε και ο Μπέικερ δολοφονήθηκε στην Κερύνεια εξαιτίας ενός απαγορευμένου έρωτα. Η Μαρμαρά, συντετριμμένη, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με τον γιο της[6][7]. Αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο και επέστρεψε στην Κύπρο[3]. Έμενε σε ένα σπίτι στην οδό Αβδή Τσαβούς στην περιτειχισμένη πόλη της Λευκωσίας, με την οποία συνδέθηκε[8], και πέθανε εκεί στις 31 Ιανουαρίου 1984[3].

Remove ads

Ποίηση

Η Πεμπέ Μαρμαρά ανήκε στη «γενιά του '40» της τουρκοκυπριακής λογοτεχνίας[3]. Ενώ παραδοσιακά ομαδοποιούνταν μαζί με τους άλλους Τουρκοκύπριους ποιητές της ως «ρομαντικοί», είχε ένα ξεχωριστό ύφος περισσότερο επηρεασμένη από το κίνημα των ποιητών Γκαρίπ στην Τουρκία, με επικεφαλής τον Ορχάν Βελί Κανίκ.

Η Μαρμαρά χρησιμοποίησε ευρέως τον ελεύθερο στίχο στην ποίησή της.[9] Σύμφωνα με τον Ταμέρ Εντσούλ, ο οποίος αποκαλεί την Μαρμαρά «από τους πιο καταρτισμένους ποιητές της περιόδου», η Μαρμαρά έμεινε μακριά από τους άλλους «ρομαντικούς» και τους εξέχοντες Τουρκοκύπριους ποιητές της εποχής της, οι οποίοι έγραφαν στην εθνικιστική έκδοση Çığ και έγραφαν ειρωνικά και σατιρικά ποιήματα για κοινωνικά ζητήματα σε ελεύθερο στίχο. Αντιθέτως, εκείνη είχε στοιχεία έμπνευσης και έμπνευσης από το κίνημα Γκαρίπ και τον Ναζίμ Χικμέτ. Ο Εντσούλ γράφει ότι η Μαρμαρά «φαίνεται να έχει λύσει το ζήτημα της ταυτότητας», καθώς η ποίησή της «δεν είναι εργαλείο για σωβινισμό» ή για «εθνικιστικά κηρύγματα» και τα θέματα των ποιημάτων της είναι οι δικοί της Τουρκοκύπριοι. Ωστόσο, αργότερα στη λογοτεχνική της σταδιοδρομία, μετά από ένα διάλειμμα από τη συγγραφή, το ύφος της μοιάζει περισσότερο με το αρχικό κίνημα της εποχής της, από το οποίο απείχε.[10]

Ο Ταλάτ Σαΐτ Χαλμάν επισημαίνει στη γραφή της Μαρμαρά μια σύγκρουση μεταξύ της «περιφέρειας», της κυπριακής πατρίδας της και μιας ξεχωριστής γραμμής σκέψης που συνδέεται με αυτήν, και της «μητρόπολης», μια γραμμή σκέψης που θα ήταν πιο ταιριαστή για τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κωνσταντινούπολης[11]. Η Νερίμαν Καχίτ αποκαλεί την Μαρμαρά την ποιήτρια με τη «μεγαλύτερη ποσότητα κυπροσύνης» στη γραφή της ανάμεσα στο εξέχον κουαρτέτο των γυναικών συγγραφέων της γενιάς της, που αποτελείται από τις Πεμπέ Μαρμαρά, Ουρκίγιε Μινέ Μπαλμάν, Νέκλα Σαλίχ Σούφι και Ενγκίν Γκενούλ (Εμινέ Οκτάν). Σύμφωνα με την Καχίτ, η Μαρμαρά είναι από τους πρώτους Τουρκοκύπριους ποιητές που έγραψε σάτιρα, ενώ ασχολήθηκε τόσο με μια προσωπική όσο και με μια κοινοτική άποψη. Η Καχίτ γράφει περαιτέρω ότι τα ποιήματά της φέρουν πάντα «μια βαθιά ευαισθησία», καθώς και αγάπη, φόβο και πόνο μερικές φορές, και ότι, με την πάροδο του χρόνου, καθώς κατακλύζονταν από κοινωνικές προσδοκίες και παραδοσιακές αξίες, η εστίασή της μετατοπίστηκε από μια κοινή σε μια προσωπική. Τα ποιήματά της αντικατοπτρίζουν στενά την εξέλιξη της ζωής της. Μερικά ποιήματά της αφορούν τον έρωτά της με τον Ογκουζτσάν.[3]

Η Ιλκνούρ Ενόλ Γιασάρ ισχυρίζεται ότι η Μαρμαρά επηρεάστηκε από τον Δάντη Αλιγκιέρι, όσον αφορά την άποψή της για τη ζωή και τον θάνατό της, όπως αποδεικνύεται από τη φράση "Θα υπάρξει ένα ταξίδι πέρα από αυτόν τον κόσμο" στο ποίημά της το 1951 "Yolculuk" ("Ταξίδι").[12] Ένα κριτικό άρθρο του Χικμέτ Ντιζντάρογλου, που δημοσιεύτηκε στο τουρκικό περιοδικό Oğuz το 1952 για την τουρκοκυπριακή ποίηση, ανέφερε ότι η Μαρμαρά χρησιμοποιεί τη γλώσσα «άψογα» και οι λέξεις, που δείχνουν κάποια «αποξένωση» στην ποίηση της Ενγκίν Γκενούλ, «ταιριάζουν τέλεια» στην ποίηση της Μαρμαρά. Το άρθρο παρομοίασε το στυλ της Μαρμαρά με τον «ονειρικό λυρισμό» της Χαλιντέ Νουσρέτ Ζορλουτούνα, δηλώνοντας ότι το ποίημά της «Bahar» μοιάζει με το ποίημα της Χαλιντέ «Git Bahar!».[13]

Η Μαρμαρά έχει μόνο ένα βιβλίο, το Pembe Marmara – Şiirler, μια συλλογή ποιημάτων της από το 1945 και μετά, που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1986 από την αδερφή της. Για την ποίηση η ίδια η Μαρμαρά είπε: «Η ποίηση είναι μονάχα ποίηση, όταν ξεπλένει την ψυχή μας σαν βροχή νοήματος και συναισθήματος, δεν ξεχωρίζω ποιήματα με ομοιοκαταληξία ή ποιήματα ελεύθερου στίχου, αλλά είμαι λίγο συντηρητική. Ψάχνω συναίσθημα, νόημα και αίσθηση, μουσική στην ποίηση».[14]

Remove ads

Παραπομπές

Loading related searches...

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads