Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...
Εξακολουθητικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Εξ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Μετοχή |
α' ενικ. |
διαπεραιώνω |
διαπεραίωνα |
θα διαπεραιώνω |
να διαπεραιώνω |
|
διαπεραιώνοντας |
β' ενικ. |
διαπεραιώνεις |
διαπεραίωνες |
θα διαπεραιώνεις |
να διαπεραιώνεις |
διαπεραίωνε |
γ' ενικ. |
διαπεραιώνει |
διαπεραίωνε |
θα διαπεραιώνει |
να διαπεραιώνει |
|
α' πληθ. |
διαπεραιώνουμε |
διαπεραιώναμε |
θα διαπεραιώνουμε |
να διαπεραιώνουμε |
|
β' πληθ. |
διαπεραιώνετε |
διαπεραιώνατε |
θα διαπεραιώνετε |
να διαπεραιώνετε |
διαπεραιώνετε |
γ' πληθ. |
διαπεραιώνουν(ε) |
διαπεραίωναν διαπεραιώναν(ε) |
θα διαπεραιώνουν(ε) |
να διαπεραιώνουν(ε) |
|
Συνοπτικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
|
Αόριστος |
Συνοπτ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Απαρέμφατο |
α' ενικ. |
|
διαπεραίωσα |
θα διαπεραιώσω |
να διαπεραιώσω |
|
διαπεραιώσει |
β' ενικ. |
διαπεραίωσες |
θα διαπεραιώσεις |
να διαπεραιώσεις |
διαπεραίωσε |
γ' ενικ. |
διαπεραίωσε |
θα διαπεραιώσει |
να διαπεραιώσει |
|
α' πληθ. |
διαπεραιώσαμε |
θα διαπεραιώσουμε |
να διαπεραιώσουμε |
|
β' πληθ. |
διαπεραιώσατε |
θα διαπεραιώσετε |
να διαπεραιώσετε |
διαπεραιώστε |
γ' πληθ. |
διαπεραίωσαν διαπεραιώσαν(ε) |
θα διαπεραιώσουν(ε) |
να διαπεραιώσουν(ε) |
|
Συντελεσμένοι χρόνοι |
πρόσωπα |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
|
α' ενικ. |
έχω διαπεραιώσει |
είχα διαπεραιώσει |
θα έχω διαπεραιώσει |
να έχω διαπεραιώσει |
|
|
β' ενικ. |
έχεις διαπεραιώσει |
είχες διαπεραιώσει |
θα έχεις διαπεραιώσει |
να έχεις διαπεραιώσει |
|
γ' ενικ. |
έχει διαπεραιώσει |
είχε διαπεραιώσει |
θα έχει διαπεραιώσει |
να έχει διαπεραιώσει |
|
α' πληθ. |
έχουμε διαπεραιώσει |
είχαμε διαπεραιώσει |
θα έχουμε διαπεραιώσει |
να έχουμε διαπεραιώσει |
|
β' πληθ. |
έχετε διαπεραιώσει |
είχατε διαπεραιώσει |
θα έχετε διαπεραιώσει |
να έχετε διαπεραιώσει |
|
γ' πληθ. |
έχουν διαπεραιώσει |
είχαν διαπεραιώσει |
θα έχουν διαπεραιώσει |
να έχουν διαπεραιώσει |
|
Κλείσιμο