διαπεραιώνω

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαπεραιώνω < (ελληνιστική κοινή) / διαπεραιῶ < αρχαία ελληνική περαιόω / περαιῶ < πέρας

Ρήμα

διαπεραιώνω (παθητική φωνή: διαπεραιώνομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads