διατάζω

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διατάζω < αρχαία ελληνική διατάσσω

Ρήμα

διατάζω, πρτ.: διέταζα, στ.μέλλ.: θα διατάξω, αόρ.: διέταξα

  1. δίνω διαταγή σε κάποιον
  2. (αμετάβατο) έχω την αρχηγία

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads