εξοφλήσεις
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εξοφλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοφλώ
- θα εξοφλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοφλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εξοφλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξόφληση
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads