θῆται

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

θῆται

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική μέσου αορίστου του ρήματος τίθημι
    5ος αιώνας πκε  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 29.2
    αὐτοὶ γὰρ οὐκ οἷοί τε ἦσαν αὐτὸ ποιῆσαι Ἀθηναῖοι· ὁρκίοισι γὰρ μεγάλοισι κατείχοντο δέκα ἔτεα χρήσεσθαι νόμοισι τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται.
    Μόνοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι Αθηναίοι, επειδή ήταν δεμένοι με όρκο μεγάλο, δέκα χρόνια να κρατήσουν τους νόμους που θα τους έβαζε ο Σόλων..
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
 δείτε τη λέξη  τίθημι
Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads