Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...
Εξακολουθητικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Εξ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Μετοχή |
α' ενικ. |
καθησυχάζω |
καθησύχαζα |
θα καθησυχάζω |
να καθησυχάζω |
|
καθησυχάζοντας |
β' ενικ. |
καθησυχάζεις |
καθησύχαζες |
θα καθησυχάζεις |
να καθησυχάζεις |
καθησύχαζε |
γ' ενικ. |
καθησυχάζει |
καθησύχαζε |
θα καθησυχάζει |
να καθησυχάζει |
|
α' πληθ. |
καθησυχάζουμε |
καθησυχάζαμε |
θα καθησυχάζουμε |
να καθησυχάζουμε |
|
β' πληθ. |
καθησυχάζετε |
καθησυχάζατε |
θα καθησυχάζετε |
να καθησυχάζετε |
καθησυχάζετε |
γ' πληθ. |
καθησυχάζουν(ε) |
καθησύχαζαν καθησυχάζαν(ε) |
θα καθησυχάζουν(ε) |
να καθησυχάζουν(ε) |
|
Συνοπτικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
|
Αόριστος |
Συνοπτ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Απαρέμφατο |
α' ενικ. |
|
καθησύχασα |
θα καθησυχάσω |
να καθησυχάσω |
|
καθησυχάσει |
β' ενικ. |
καθησύχασες |
θα καθησυχάσεις |
να καθησυχάσεις |
καθησύχασε |
γ' ενικ. |
καθησύχασε |
θα καθησυχάσει |
να καθησυχάσει |
|
α' πληθ. |
καθησυχάσαμε |
θα καθησυχάσουμε |
να καθησυχάσουμε |
|
β' πληθ. |
καθησυχάσατε |
θα καθησυχάσετε |
να καθησυχάσετε |
καθησυχάστε |
γ' πληθ. |
καθησύχασαν καθησυχάσαν(ε) |
θα καθησυχάσουν(ε) |
να καθησυχάσουν(ε) |
|
Συντελεσμένοι χρόνοι |
πρόσωπα |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
|
α' ενικ. |
έχω καθησυχάσει |
είχα καθησυχάσει |
θα έχω καθησυχάσει |
να έχω καθησυχάσει |
|
|
β' ενικ. |
έχεις καθησυχάσει |
είχες καθησυχάσει |
θα έχεις καθησυχάσει |
να έχεις καθησυχάσει |
|
γ' ενικ. |
έχει καθησυχάσει |
είχε καθησυχάσει |
θα έχει καθησυχάσει |
να έχει καθησυχάσει |
|
α' πληθ. |
έχουμε καθησυχάσει |
είχαμε καθησυχάσει |
θα έχουμε καθησυχάσει |
να έχουμε καθησυχάσει |
|
β' πληθ. |
έχετε καθησυχάσει |
είχατε καθησυχάσει |
θα έχετε καθησυχάσει |
να έχετε καθησυχάσει |
|
γ' πληθ. |
έχουν καθησυχάσει |
είχαν καθησυχάσει |
θα έχουν καθησυχάσει |
να έχουν καθησυχάσει |
|
Κλείσιμο