Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...
Εξακολουθητικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Εξ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Μετοχή |
α' ενικ. |
καταπραΰνομαι |
καταπραϋνόμουν(α) |
θα καταπραΰνομαι |
να καταπραΰνομαι |
|
|
β' ενικ. |
καταπραΰνεσαι |
καταπραϋνόσουν(α) |
θα καταπραΰνεσαι |
να καταπραΰνεσαι |
(καταπραΰνου) |
γ' ενικ. |
καταπραΰνεται |
καταπραϋνόταν(ε) |
θα καταπραΰνεται |
να καταπραΰνεται |
|
α' πληθ. |
καταπραϋνόμαστε |
καταπραϋνόμαστε καταπραϋνόμασταν |
θα καταπραϋνόμαστε |
να καταπραϋνόμαστε |
|
β' πληθ. |
καταπραΰνεστε |
καταπραϋνόσαστε καταπραϋνόσασταν |
θα καταπραΰνεστε |
να καταπραΰνεστε |
(καταπραΰνεστε) |
γ' πληθ. |
καταπραΰνονται |
καταπραΰνονταν καταπραϋνόντουσαν |
θα καταπραΰνονται |
να καταπραΰνονται |
|
Συνοπτικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
|
Αόριστος |
Συνοπτ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Απαρέμφατο |
α' ενικ. |
|
καταπραΰνθηκα |
θα καταπραϋνθώ |
να καταπραϋνθώ |
|
καταπραϋνθεί |
β' ενικ. |
καταπραΰνθηκες |
θα καταπραϋνθείς |
να καταπραϋνθείς |
καταπραΰνσου |
γ' ενικ. |
καταπραΰνθηκε |
θα καταπραϋνθεί |
να καταπραϋνθεί |
|
α' πληθ. |
καταπραϋνθήκαμε |
θα καταπραϋνθούμε |
να καταπραϋνθούμε |
|
β' πληθ. |
καταπραϋνθήκατε |
θα καταπραϋνθείτε |
να καταπραϋνθείτε |
καταπραϋνθείτε |
γ' πληθ. |
καταπραΰνθηκαν καταπραϋνθήκαν(ε) |
θα καταπραϋνθούν(ε) |
να καταπραϋνθούν(ε) |
|
Συντελεσμένοι χρόνοι |
πρόσωπα |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Μετοχή |
α' ενικ. |
έχω καταπραϋνθεί |
είχα καταπραϋνθεί |
θα έχω καταπραϋνθεί |
να έχω καταπραϋνθεί |
|
καταπραϋμένος |
β' ενικ. |
έχεις καταπραϋνθεί |
είχες καταπραϋνθεί |
θα έχεις καταπραϋνθεί |
να έχεις καταπραϋνθεί |
γ' ενικ. |
έχει καταπραϋνθεί |
είχε καταπραϋνθεί |
θα έχει καταπραϋνθεί |
να έχει καταπραϋνθεί |
α' πληθ. |
έχουμε καταπραϋνθεί |
είχαμε καταπραϋνθεί |
θα έχουμε καταπραϋνθεί |
να έχουμε καταπραϋνθεί |
β' πληθ. |
έχετε καταπραϋνθεί |
είχατε καταπραϋνθεί |
θα έχετε καταπραϋνθεί |
να έχετε καταπραϋνθεί |
γ' πληθ. |
έχουν καταπραϋνθεί |
είχαν καταπραϋνθεί |
θα έχουν καταπραϋνθεί |
να έχουν καταπραϋνθεί |
Κλείσιμο