καταπραϋντικά
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
καταπραϋντικά < καταπραϋντικός + -ά
Επίρρημα
καταπραϋντικά
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καταπραϋντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταπραϋντικό
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads