κατασκευάζω

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατασκευάζω < αρχαία ελληνική κατασκευάζω < κατά + σκευάζω

Ρήμα

κατασκευάζω (παθητική φωνή: κατασκευάζομαι)

  1. δημιουργώ, φτιάχνω κάτι
  2. (μεταφορικά) τεχνάζομαι, επινοώ
    κατασκεύασε αυτή την ιστορία για να τον ξεγελάσει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads