Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...
Εξακολουθητικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Εξ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Μετοχή |
α' ενικ. |
κατασκευάζω |
κατασκεύαζα |
θα κατασκευάζω |
να κατασκευάζω |
|
κατασκευάζοντας |
β' ενικ. |
κατασκευάζεις |
κατασκεύαζες |
θα κατασκευάζεις |
να κατασκευάζεις |
κατασκεύαζε |
γ' ενικ. |
κατασκευάζει |
κατασκεύαζε |
θα κατασκευάζει |
να κατασκευάζει |
|
α' πληθ. |
κατασκευάζουμε |
κατασκευάζαμε |
θα κατασκευάζουμε |
να κατασκευάζουμε |
|
β' πληθ. |
κατασκευάζετε |
κατασκευάζατε |
θα κατασκευάζετε |
να κατασκευάζετε |
κατασκευάζετε |
γ' πληθ. |
κατασκευάζουν(ε) |
κατασκεύαζαν κατασκευάζαν(ε) |
θα κατασκευάζουν(ε) |
να κατασκευάζουν(ε) |
|
Συνοπτικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
|
Αόριστος |
Συνοπτ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Απαρέμφατο |
α' ενικ. |
|
κατασκεύασα |
θα κατασκευάσω |
να κατασκευάσω |
|
κατασκευάσει |
β' ενικ. |
κατασκεύασες |
θα κατασκευάσεις |
να κατασκευάσεις |
κατασκεύασε |
γ' ενικ. |
κατασκεύασε |
θα κατασκευάσει |
να κατασκευάσει |
|
α' πληθ. |
κατασκευάσαμε |
θα κατασκευάσουμε |
να κατασκευάσουμε |
|
β' πληθ. |
κατασκευάσατε |
θα κατασκευάσετε |
να κατασκευάσετε |
κατασκευάστε |
γ' πληθ. |
κατασκεύασαν κατασκευάσαν(ε) |
θα κατασκευάσουν(ε) |
να κατασκευάσουν(ε) |
|
Συντελεσμένοι χρόνοι |
πρόσωπα |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
|
α' ενικ. |
έχω κατασκευάσει |
είχα κατασκευάσει |
θα έχω κατασκευάσει |
να έχω κατασκευάσει |
|
|
β' ενικ. |
έχεις κατασκευάσει |
είχες κατασκευάσει |
θα έχεις κατασκευάσει |
να έχεις κατασκευάσει |
έχε κατασκευασμένο |
γ' ενικ. |
έχει κατασκευάσει |
είχε κατασκευάσει |
θα έχει κατασκευάσει |
να έχει κατασκευάσει |
|
α' πληθ. |
έχουμε κατασκευάσει |
είχαμε κατασκευάσει |
θα έχουμε κατασκευάσει |
να έχουμε κατασκευάσει |
|
β' πληθ. |
έχετε κατασκευάσει |
είχατε κατασκευάσει |
θα έχετε κατασκευάσει |
να έχετε κατασκευάσει |
έχετε κατασκευασμένο |
γ' πληθ. |
έχουν κατασκευάσει |
είχαν κατασκευάσει |
θα έχουν κατασκευάσει |
να έχουν κατασκευάσει |
|
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) |
Παρακείμενος |
έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατασκευασμένο |
Υπερσυντέλικος |
είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατασκευασμένο |
Συντελ. Μέλλ. |
θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατασκευασμένο |
Υποτακτική |
να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατασκευασμένο |
Κλείσιμο