μιμούμαι

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μιμούμαι < αρχαία ελληνική μιμέομαι, -οῦμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈmu.me/

Ρήμα

μιμούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. κάνω ό,τι κάνει κάποιος άλλος
     συνώνυμα: αντιγράφω
    οι νέοι μιμούνται πρόσωπα που θαυμάζουν
  2. χρησιμοποιώ κάτι ως πρότυπο ή υπόδειγμα
    η τέχνη μιμείται τη φύση

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads