νεογέννητος

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νεογέννητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεογέννητος < νεο- + γεννώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.oˈʝe.ni.tos/

Επίθετο

νεογέννητος, -η, -ο

  1. που γεννήθηκε πρόσφατα
  2. (σπάνιο) νεοσύστατος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) νεογέννητο: νεογνό, βρέφος

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads