περιφερειακή ενότητα
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιφερειακή ενότητα < → δείτε τις λέξεις περιφερειακός και ενότητα
Προφορά
Πολυλεκτικός όρος
περιφερειακή ενότητα θηλυκό
- διοικητική υποδιαίρεση των περιφερειών στην Ελλάδα, η οποία επήλθε μετά το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» και αποτελεί συνέχεια των νομαρχιών
- ※ Την εκτίμηση ότι μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου θα έχει συλλεχθεί το 93% των δηλώσεων ιδιοκτησίας στις υπό κτηματογράφηση περιοχές εκφράζει η «Ελληνικό Κτηματολόγιο». Οι περιοχές στις οποίες η προθεσμία λήγει στις 28 Φεβρουαρίου είναι οι περιφερειακές ενότητες Λήμνου, Λέσβου, Ιθάκης, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, ενώ στα τέλη Μαρτίου ολοκληρώνεται η συλλογή δηλώσεων και σε Ιωάννινα – Θεσπρωτία.
- Γιώργος Λιάλιος, Το κτηματολόγιο κοντά στον στόχο, Η Καθημερινή, 5 Φεβρουαρίου 2020
- ※ Την εκτίμηση ότι μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου θα έχει συλλεχθεί το 93% των δηλώσεων ιδιοκτησίας στις υπό κτηματογράφηση περιοχές εκφράζει η «Ελληνικό Κτηματολόγιο». Οι περιοχές στις οποίες η προθεσμία λήγει στις 28 Φεβρουαρίου είναι οι περιφερειακές ενότητες Λήμνου, Λέσβου, Ιθάκης, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, ενώ στα τέλη Μαρτίου ολοκληρώνεται η συλλογή δηλώσεων και σε Ιωάννινα – Θεσπρωτία.
Άλλες μορφές
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads