τού
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
τού
- βοιωτικός τύπος του σύ
- άλλες μορφές: τούγα (μορφή τού σύγε)
Πηγές
- τού - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads