τύχει
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
Ρηματικός τύπος
τύχει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τυχαίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυχαίνω
- θα τύχει: γ' ενικό συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος τυχαίνω
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads