Αναίρεση (δίκαιο)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αναίρεση είναι ένδικο μέσο, δηλαδή πρόκειται για επανεξέταση προηγούμενης δικαστικής απόφασης από δικαστήριο νέας σύνθεσης ή από ανώτερο δικαστήριο. Σε πολλές χώρες δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ έφεσης και αναίρεσης (π.χ. στις ΗΠΑ το "court of appeal", μπορεί να ονομάζεται court of errors ή court of errors and appeals, ανάλογα με την πολιτεία). Η ακριβής έννοια και τρόπος εφαρμογής της αναίρεσης διαφέρει σε κάθε χώρα. Με την αίτηση αναίρεσης ο διάδικος ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης επικαλούμενος παράβαση νόμου. Κύρια διαφορά με την έφεση είναι πως δεν εισάγεται νέος βαθμός εκδίκασης της υπόθεσης, καθώς οι εξουσίες του δικαστή στον αναιρετικό έλεγχο είναι περιορισμένες σε σχέση με τις εξουσίες του δικαστή του πρώτου και του δεύτερο βαθμού εκδίκασης της υπόθεσης. Για το λόγο αυτό κατά κανόνα στην αναίρεση εξετάζονται νομικοί και όχι πραγματικοί ισχυρισμοί.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |