Αθάνατος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λέξη αθάνατος σημαίνει:
- αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, ο αιώνιος, αυτός που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Βλέπε: Αθανασία
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
Η λέξη μπορεί να αναφέρεται επίσης σε:
- ένα φυτό (αγαύη η αμερικανική): Αθάνατος (φυτό)
- ένα ειδικό νερό (το «Αθάνατο Νερό», κατά τη Λαογραφία),
- όποιον δάγκωνε και έπινε το αίμα του (βλ. «απέθαντους») ένα vampire ή ένας βρικόλακας, σύμφωνα με κάποιους (λαϊκούς) θρύλους τής μεσαιωνικής (ανατολικής και δυτικής) Ευρώπης, και
- διάφορα ελληνικά τοπωνύμια (π.χ. το χωριό Μελίβοια και ο οικισμός τού δήμου Ηρακλείου τής Κρήτης).
Στη Νεοελληνική, το ως άνω επίθετο αναφέρεται μεταφορικώς σε πρόσωπα αλησμόνητα (αείμνηστα) ή διακεκριμένα (π.χ. Ακαδημαϊκούς), σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα (βλ. απαθανατίζω ή/και αιωνίζω) και ανθεκτικά στον χρόνο έργα, πράγματα ή καταστάσεις.