Βαθυμετρία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Βυθομέτρηση (sounding) ονομάζεται η με εργαλεία, ή με ειδικά όργανα (βυθομέτρων) εξακρίβωση του βάθους, συνήθως του θαλάσσιου βυθού σε οποιοδήποτε σημείο (καλούμενο βυθομετρικό στίγμα), για τον καταρτισμό βυθομετρικών χαρτών.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αν και από τους αρχαίους χρόνους πολλοί πίστευαν πως κάτω από τη θάλασσα υπάρχει άβυσσος (άπατα) πρεσβεύοντας θεωρίες ακόμη και μεταφυσικές, παρά ταύτα διαπιστώνεται πως από τότε ήταν γνωστή η ανάγκη γνώσης του βάθους της θάλασσας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως όταν ένα πλοίο που κατευθύνεται στην Αίγυπτο βρει βυθό στις 11 οργιές τότε απέχει των αιγυπτιακών ακτών μία ναυτική ημέρα. Εκείνος όμως που πρώτος επιζήτησε να βυθομετρήσει Ωκεανό ήταν ο Μαγγελάνος το 1521 όταν σύνδεσε μεταξύ τους όλα τα βολιδόσχοινα του πλοίου του με τη βυθομετρική βολίδα και διαπίστωσε ότι δεν εύρισκε βυθό, θεωρώντας έτσι, στη συνέχεια, ότι βρισκόταν πάνω από το βαθύτερο σημείο του Ωκεανού. Από το δεύτερο όμως ήμισυ του 18ου αιώνα τελειοποιούμενων των βολιστικών μέσων άρχισαν οι διάφορες αστήρικτες δοξασίες να καταρρίπτονται.
Το 1854 ο μεγάλος Αμερικανός ωκεανογράφος Μόρρυ συνέταξε τον πρώτο ωκεάνιο βυθομετρικό χάρτη για τη χρήση των εταιρειών των τηλεγραφικών καλωδίων, για την πόντιση των οποίων η βυθομέτρηση κρινόταν απαραίτητη. Στη συνέχεια οι συνεχείς τροποποιήσεις βελτιώσεις των βολιστικών μέσων επέτρεψαν τη βυθομέτρηση μεγάλου βάθους και τον προσδιορισμό αυτού. (Δείτε σχετικά τα μεγαλύτερα βάθη στο άρθρο Βυθός).
- Η βυθομέτρηση αποτελεί κύριο αντικείμενο της Ωκεανογραφίας