Διάχυση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Γενικά, στη Φυσικοχημεία διάχυση, ή παθητική μεταφορά, χαρακτηρίζεται η τάση των μορίων μιας ουσίας να διασπείρονται από περιοχές υψηλότερης συγκέντρωσης προς τις περιοχές μικρότερης συγκέντρωσης. Η τάση αυτή εκδηλώνεται με αντίστοιχη μετακίνηση των μορίων. Αυτό σημαίνει πως η μετακίνηση των μορίων γίνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις, με μεγαλύτερο ρυθμό από τη περιοχή της υψηλότερης συγκέντρωσης. Κάποια στιγμή οι συγκεντρώσεις εξισώνονται, που όμως δεν εμποδίζει την μετακίνηση των μορίων που συνεχίζεται, αυτή τη φορά, με σταθερό ρυθμό.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Επίσης με τον ίδιο όρο διάχυση, ονομάζεται το φαινόμενο της αυθόρμητης ανάμιξης δύο ή περισσοτέρων χημικών ουσιών, που βρίσκονται σε επαφή και που σχηματίζουν (με τη πάροδο του χρόνου) μίγμα ή διάλυμα.
- Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το φαινόμενο αυτό στα κύτταρα που πολλές διεργασίες τους οφείλονται στη διάχυση, (δείτε κυτταρική μεμβράνη).
Όταν έρχονται σ΄ επαφή δύο αέρια διασπείρονται μεταξύ τους, γιατί τα κινούμενα μόρια κάθε αερίου αναμιγνύονται με τα μόρια του άλλου. Αυτό συμβαίνει και με υγρά ή στερεά που διαλύονται με διάχυση. Τά ιόντα ή τα μόρια της διαλυμένης ουσίας διαχέονται σιγά σιγά στα αντίστοιχα του διαλύτη, δημιουργώντας τελικά ένα διάλυμα με μια ομοιόμορφη συγκέντρωση.