Λιπαντικό
ρευστή ή ημίρρευστη χημική ουσία η οποία τοποθετείται στα σημεία τριβής ενός μηχανήματος ή μια συσκευής / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένα λιπαντικό είναι μια ουσία που εισάγεται για να μειώσει την τριβή μεταξύ επιφανειών σε αμοιβαία επαφή, που τελικά μειώνει τη θερμότητα που παράγεται κατά την κίνηση των επιφανειών. Μπορεί επίσης να λειτουργεί στη μετάδοση δυνάμεων, στη μεταφορά ξένων σωματιδίων ή στη θέρμανση ή την ψύξη των επιφανειών. Η ιδιότητας μείωσης της τριβής είναι γνωστή ως λιπαντικότητα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Πέρα από τις βιομηχανικές χρήσεις, τα λιπαντικά χρησιμοποιούνται και για πολλούς άλλους σκοπούς. Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν το μαγείρεμα (λάδια και λίπη που χρησιμοποιούνται στα τηγάνια, στο ψήσιμο για αποτροπή κολλήματος της τροφής, βιοιατρικές εφαρμογές σε ανθρώπους (π.χ. λιπαντικά για αρθροπλαστική, εξετάσεις με υπερήχους, ιατρικές εξετάσεις και τη χρήση προσωπικών λιπαντικών για σεξουαλικούς σκοπούς.