Ομηρική διάλεκτος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Ομηρικά ελληνικά είναι μία μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε από τον Όμηρο στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια και στους Ομηρικούς Ύμνους. Είναι μια λογοτεχνική διάλεκτος των αρχαϊκών Ελλήνων που αποτελείται κυρίως από τα Ιωνικά και τα Αιολικά και μερικές μορφές από την Αρκαδοκυπριακή η δε γραπτή μορφή της επηρεάζεται από την αττική. Συνθέσεις με αυτή τη γλώσσα χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Γρήγορες Πληροφορίες
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Κλείσιμο