Ομοφωνία (μουσική)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη μουσική, ο όρος ομοφωνία (<αρχ. ὁμός+φωνή) αναφέρεται σε συγκεκριμένο υφολογικό στοιχείο, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η κίνηση δύο ή περισσοτέρων φωνών (ή οργανικών μερών) έτσι ώστε να παράγεται αρμονία μέσα από παράλληλες συγχορδίες. Η ομοφωνία διαφοροποιείται κατά κύριο λόγο από την πολυφωνία, όπου οι φωνές κινούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, αλλά και τη μονοφωνία, όπου όλα τα μέρη (εάν αυτά υπάρχουν) κινούνται κατά βάση σε ταυτοφωνία. Βασικό χαρακτηριστικό της ομοφωνίας είναι και η ομορυθμία[1], ή η ελαφρά παραλλαγή αυτής[2]. Σε έργα όπου υπάρχει μια κυρίαρχη μελωδία και διέπονται από το ύφος της ομοφωνίας, η μελωδία (συνήθως στην ψηλότερη φωνή) μπορεί να είναι ημιανεξάρτητη, ενώ οι άλλες φωνές να έχουν συνοδευτικό χαρακτήρα, με πιο τυπικό παράδειγμα τα χορικά της Λουθηρανικής Εκκλησίας.[3] Στα πλαίσια, τέλος, του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, ο όρος ομοφωνία είναι συνώνυμος με την ταυτοφωνία, όταν πρόκειται για ταυτόχρονη εκτέλεση μιας μελωδίας από δύο ή περισσότερους εκτελεστές (φωνές).
Στην ιστορία της Δυτικής Ευρωπαϊκής Μουσικής, ως μουσικολογικός όρος δεν εμφανίζεται παρά το 1776, από τον Άγγλο μουσικο-ιστορικό Τσαρλς Μπέρνεϋ, ο οποίος εστιάζει στην ερμηνεία της, στα πλαίσια της εναρμονισμένης μελωδίας.[4]