Ποινική προδικασία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ποινική προδικασία είναι η διαδικασία που μεσολαβεί από την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και τερματίζεται με την οριστική παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή την απαλλαγή του χωρίς δίκη. Σκοπός της προδικασίας είναι να διαλευκανθεί η υπόθεση και να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η ποινική προδικασία είναι γραπτή σε αντίθεση με τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία στις ποινικές υποθέσεις είναι πάντοτε υποχρεωτικά προφορική (είναι χαρακτηριστικό ότι για να ληφθούν υπ' όψιν έγγραφα στο ακροατήριο θα πρέπει να αναγνωσθούν μεγαλόφωνα από τους δικαστές).
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Η προδικασία οφείλει να συμβιβάσει δύο αντίθετα συμφέροντα. Το ένα συμφέρον είναι τα εγκλήματα να διαλευκάνονται γρήγορα και ο ένοχος να τιμωρείται σύντομα σε σχέση με την τέλεση της πράξης, να αποδίδεται δηλαδή γρήγορα δικαιοσύνη. Το άλλο συμφέρον είναι να μην επιβαρύνονται τα δικαστήρια άσκοπα με υποθέσεις και να μην ταλαιπωρούνται αθώοι συρόμενοι στα δικαστήρια με αστήρικτες κατηγορίες. Το δικαστήριο στο ακροατήριο δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέξει νέα στοιχεία για την υπόθεση. Τα στοιχεία πρέπει να έχουν κατά το δυνατόν συλλεγεί από πριν. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος πρέπει να ξέρει επακριβώς γιατί κατηγορείται και τι στοιχεία υπάρχουν εναντίον του για να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του.