Σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες ή αφροδίσια νοσήματα ονομάζονται ασθένειες ή μολύνσεις οι οποίες μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω της ανθρώπινης σεξουαλικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων του σεξ, του στοματικού σεξ και του πρωκτικού σεξ. Ενώ στο παρελθόν αυτές οι ασθένειες συνήθως αναφέρονταν ως σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ή αφροδίσια νοσήματα, τα τελευταία χρόνια ο όρος σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις προτιμάται, καθώς έχει ένα ευρύτερο φάσμα εννοιών: ένα άτομο μπορεί να μολυνθεί και μπορεί να μολύνει άλλους δυνητικά, χωρίς να έχει μια ασθένεια.[1][2]Για την ακρίβεια η λοίμωξη αναφέρεται στην εισχώρηση βακτηρίων, ιών ή άλλων μικροβίων στο σώμα, ενώ το νόσημα αναφέρεται στην καταστροφή των κυττάρων του οργανισμού με συμπτώματα ή ενδείξεις να είναι εμφανή. Μερικά ΣΜΝ μπορούν να μεταδίδονται και μέσω της χρήσης βελονών μετά τη χρήση τους από ένα μολυσμένο άτομο, καθώς και μέσω της γέννας ή του θηλασμού.[3] Οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις είναι γνωστές εδώ και εκατοντάδες χρόνια.[4]
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα | |
---|---|
Ειδικότητα | λοιμωξιολογία |
Συμπτώματα | Σύνδρομο της χρόνιας κοπώσεως, όγκος, δύσπνοια, μόλυνση, Αιμορραγία, κάκωση και acute weight loss |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | A64 |
ICD-9 | 099.9 |
DiseasesDB | 27130 |
MeSH | D012749 |