Υπεραγωγιμότητα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Υπεραγωγιμότητα ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία συγκεκριμένα υλικά (μεταλλικά στοιχεία, κράματα, κεραμικά κ.α) παρουσιάζουν μηδενική dc ηλεκτρική ειδική αντίσταση κάτω από μια κρίσιμη θερμοκρασία ΤC, συγκεκριμένη για κάθε υλικό. Τα αντίστοιχα υλικά ονομάζονται υπεραγωγοί. Η υπεραγωγιμότητα ανακαλύφθηκε στις 8 Απριλίου το 1911 από τον φυσικό Χάικε Κάμερλιν Όνες (Heike Kamerlingh Onnes) του πανεπιστημίου Λέιντεν της Ολλανδίας. Μια δεύτερη βασική ιδιότητα των υπεραγωγών είναι ότι συμπεριφέρονται ως τέλειοι διαμαγνήτες. Ένα δείγμα υπεραγωγού σε θερμική ισορροπία σε ένα μαγνητικό πεδίο ασθενέστερο μιας κρίσιμης τιμής ΗC απαλείφει τελείως το εφαρμοζόμενο μαγνητικό πεδίο στο εσωτερικό του. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται φαινόμενο Μeissner.
Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες υπεραγωγών με βάση το φαινόμενο Meissner:
- Υπεραγωγοί τύπου Ι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μια τιμή κρίσιμου εφαρμοζόμενου μαγνητικού ΗC πεδίου πάνω από την οποία η υπεραγωγιμότητα εξαφανίζεται.
- Υπεραγωγοί τύπου ΙΙ, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από δύο τιμές κρίσιμου εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου ΗC1, ΗC2 μεταξύ των οποίων το μαγνητικό πεδίο διεισδύει μερικώς στο εσωτερικό του υπεραγωγού.
Εναλλακτικές κατηγοριοποιήσεις υπάρχουν με βάση το θεωρητικό μοντέλο που περιγράφει την συμπεριφορά του υπεραγωγού, την περιοχή κρίσιμων θερμοκρασιών (χαμηλών/υψηλών) στην οποία ανήκει το υλικό, ή ακόμα τις κλάσεις διαφόρων υλικών (χημικά στοιχεία, κράματα, κεραμικά, οργανικά υλικά).